Χαράλαμπος Μουζουρίδης – Θεολόγος
α. Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς
μετάνοιας.
Μετάνοια εἶναι ἡ ἐπανασύνδεση τῆς ἀποκοπείσης
ἀγάπης μας πρὸς τὸν Θεό». Ο μετανοῶν διεσκόρπισε ἀσώτως τὸν πλοῦτο τῶν
χαρισμάτων ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό. Διοχέτευσε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν ὕλη καὶ τὸν
ἑαυτό του. Ἀπομονώθηκε στὸ ἄτομο του καὶ αἰχμαλωτίστηκε στὴν ἱκανοποίηση τῶν
παθῶν. Λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: « ᾧ γὰρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ
δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. 2,20).
Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ προσωπικὴ
συνάντηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ μὲ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι «ὁ μόνος δυνάμενος» νὰ
συγχωρήσει καὶ νὰ ἐλευθερώσει «τὸν πεσόντα στοὺς ληστές», διότι Αὐτὸς «ἠχμαλώτευσε
αἰχμαλωσίαν». Δηλαδή, ὁ παγκάκιστος ἐχθρὸς μὲ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδὰμ αἰχμαλώτισε
τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὑπόδουλός του. Ὁ Χριστὸς ποὺ ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ μᾶς
ἀπάλλαξε μὲ τὸ αἷμα Του ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ νίκησε αὐτὸν ποὺ μᾶς
αἰχμαλώτισε. Ὁ ἄνθρωπος, ἐλεύθερος πλέον ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μεταβαίνει στὸν
παράδεισο καὶ ὄχι στὸν Ἅδη. Ἡ ἔμπρακτη ἁμαρτία μᾶς ὑποδουλώνει στὸν ἀνθρωποκτόνο.
Ἡ ἐξομολόγηση μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία. Δὲν εἶναι
ΝΤΡΟΠΗ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ αἷμα Του, νὰ πετάξουμε πάλι τὸν ἑαυτό
μας στὸν Ἅδη; Ἂς ἀποκτήσουμε «γρήγορο νοῦ, σώφρονα λογισμὸ» και λίγο φιλότιμο. Σὲ
τοῦτον τὸν κόσμο πνέουν δύο ἄνεμοι: ὁ ἐφήμερος καὶ ὁ αἰώνιος. Ἀγάπη πρὸς τὸν
κόσμο καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Φρόνημα κοσμικὸ (σαρκικὸ) καὶ φρόνημα θεϊκὸ
(πνευματικό). Λέει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος: «Ἡ φιλία τοῦ κόσμου τούτου ἔχθρα πρὸς τὸν
Θεὸ ἐστίν» (Ἰακ. 4,4). Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν κόσμο ἐχθρεύεται τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
«Τὶς καθαρὸς ἀπὸ ρύπου, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα
ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ γῆς;» (Ἰώβ, 14, 4-5). Ποιός μπορεῖ ναὶ ἰσχυριστεῖ ὅτι εἶναι
καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία κι’ ἂν ἀκόμα μία ἡμέρα εἶναι ἡ ζωή του; «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτία
οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν» λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες
καθ’ ἡμέραν. Στὴν δεινότερη κατάσαση βρίσκεται αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι δὲν ἔχει
καμία ἁμαρτία. Ἄκρατος ἐγωϊσμός. «Παπᾶ, διάβασέ μου μιὰ εὐχὴ νὰ φύγω, γιατί δὲν
ἔχω νὰ πῶ τίποτα». Ἂν καθρεφτιστοῦμε ὅμως στὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων, θὰ δοῦμε πολλὰ ἁμαρτήματα.
Στὴ νέα ζωὴ τῆς χάριτος, τῆς «καινῆς
κτίσης» ὁ Θεὸς ἔδωσε ἀγωγοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους διοχετεύεται ἡ θεία ζωή. Οἱ ἀγωγοὶ
αὐτοὶ εἶναι τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μπολιαστεῖ στὸ
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν βαπτισθεῖ. Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος λαμβάνει τὰ ὅπλα
γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Χωρὶς τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ τῆς Ἐξομολογήσεως,
ποὺ εἶναι τὸ λουτρὸ τῆς ψυχῆς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὴν καθαρότητα. Ἡ
Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ὁ ἐπουράνιος ἄρτος ποὺ συντηρεῖ τὴ ζωή.
Χωρὶς τὸν ἐπουράνιο ἄρτο ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει ψυχικά.
Λέει κάποιος ἅγιος: « Εἰ φιλεῖς Θεόν,
θεὸς ἔση. Εἰ φιλεῖς Διάβολον, διάβολος ἔση. Εἰ φιλεῖς σάρκα, σάρκα ἔση». Ἂν ἀγαπᾶς
τὸν Θεό, θὰ γίνεις θεός. Ἂν ἀγαπᾶς τὸν Διάβολο, διάβολος θὰ γίνεις. Κι’ ἂν ἀγαπᾶς
τὴν σάρκα, θὰ γίνεις σάρκα. Ἡ μεταμορφωτικὴ δύναμη τῆς ἀγάπης ἐξομοιώνει τὸν ἀγαπῶντα
πρὸς τὸ ἀγαπώμενο.
Μία εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἀποτυχία
νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του, σὰν τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀγάπη εἶναι
συνδεδεμένη μὲ τὴν ταπείνωση. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ταπείνωση, βρίσκεται στὴν
περιοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔχει ὑπερηφάνεια βρίσκεται στὸ σκοτάδι τοῦ διαβόλου. Γιὰ
τὸν πιστὸ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική του ζωή. Μὲ τὴν μετάνοια βρίσκει καὶ
βαδίζει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μὴ φοβᾶσαι τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν
σου, ἀλλὰ νὰ ἐνθαρρύνεσαι ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ.
β. Τρόπος ἐξομολόγησης
Δοξολογικά, εὐχαριστιακά, καρδιακὰ καὶ
ταπεινά.
Κύριε, πολυεύσπλαχνε καὶ πολυέλεε, Σὲ
δοξάζω καὶ Σὲ εὐχαριστῶ, γιατί μὲ ἀξίωσες τὸν ἀνάξιο νὰ δεχθῶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ
ἔκανες καὶ κάνεις μὲ τὴν χάρη Σου γιὰ μένα ψυχικὰ καὶ σωματικά, γι’ αὐτὰ ποὺ
γνωρίζω καὶ γιὰ ὅσα δὲν γνωρίζω. Δόξα Σοι, Κύριε, γιὰ ὅλες τὶς δωρεές Σου, τὶς
εὐεργεσίες Σου καὶ τὰ ἐλέη Σου. Δόξα Σοι, Κύριε, γιὰ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν
μακροθυμία Σου γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου ποὺ ἔπραξα ἄφρονα μὲ λόγο, μὲ ἔργο
καὶ κατὰ διάνοια, ἐν γνώσει καὶ ἀγνοία.
Εἶμαι ὁ ἀθλιότερος ὅλων τον ἀνθρώπων.
Ἀναίσθητος καὶ ἀσυνείδητος. «Μὴ ὁρῶν καὶ αἰσθανόμενος πνευματικῶς» (Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης). Νεκρὸς καὶ δίχως χάρη. «Ἁμαρτάνων οὐ παύομαι,
φιλανθρωπίας ἀξιούμενος οὐ γινώσκω» (κατανυκτικὸ τροπάριο πλ. α΄ ἤχου). Ἀσεβὴς
καὶ πονηρός. Πόρνος καὶ ἀθεόφοβος. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σηκώσω τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
μου στὸν οὐρανό. Πανάθλιος καὶ παναμαρτωλός. Ἐλέησέ με, Κύριε, διότι εἶμαι ἀδύνατος.
Συγχώρεσε τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου: Τὸν θυμό, τὴν κακὴ ἐπιθυμία, τὸν ἐγωϊσμό,
τὴ φιλαυτία, τὸ ἁμαρτωλὸ θέλημα, τὴ φιληδονία, τὴν ἀμέλεια, τὴ ραθυμία, τὴν ἀφροσύνη,
τὴ γαστριμαργία καὶ τὴν λαιμαργία. Τὴν ἀνυπομονησία, τὴν μεμψιμοιρία, τὸν ἐκνευρισμό,
τὴν ἀδημονία, τὴν μνησικακία, τὴν πονηρία καὶ κάθε κακή μου συνήθεια.
Δίδαξέ με, Κύριε, νὰ πράττω τὸ θέλημά
Σου, νὰ μὴν Σὲ λυπῶ, οὔτε νὰ βλάπτω τον πλησίον μου. Στήριξέ με στὸν ἁγιασμό
Σου, νὰ βαδίζω στὸ δικό Σου φῶς, ὡς τέκνο φωτός. Δὸς μου δύναμη ἐπιβολῆς στὸν ἑαυτό
μου, νὰ μὴν παρεκτρέπομαι ἀπὸ τὸν δρόμο Σου. Δὸς μου διαρκοῦσα καὶ συνεχῆ τὴν ἐνέργεια
τῆς χάριτός Σου, γιατί ἐνεργεῖ συχνὰ μέσα μου «ὁ ἕτερος νόμος ἐν τοῖς μέλεσί
μου», ποὺ ἀντιστρατεύεται τὸν νόμο τοῦ νοός. Δὸς μου δύναμη νὰ ὑποτάξω τὴ σάρκα
στὸ πνεῦμα.
Ὁ ἀγῶνας μου εἶναι ἄτονος. Εἶμαι ἄδειος
ἀπὸ ἀρετές. Ἄτονη ἡ ἀγάπη μου πρὸς τὸν Θεό. Ἄτονη ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μετάνοιά μου
καὶ δάκρυα δὲν ἔχω. Σπλαχνίσου, Κύριε, τὴν ἀθλιότητά καὶ ἀπώλειά μου.
Διόρθωσε τὸν βίο καὶ κυβέρνησε τὴ ζωή μου. «Κάνε με, Κύριε, τέτοιον, ὅπως μὲ
θέλεις, μὲ ὅποιον τρόπο θέλεις, εἴτε θέλω, εἴτε δὲν θέλω». Μὴ χάσω μόνο τὴν ἀγάπη
Σου κι’ ἂς εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς δούλους Σου. Ἀξίωσε μὲ νὰ μεταλάβω τὸ ἄχραντο
Σῶμα Σου καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Σου, γιὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μου, τὴν κοινωνία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸν ἀρραβῶνα τῆς αἰώνιας ζωῆς κοντά Σου.