“Ἡ
πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι νὰ ἀποκτήσω κάτι ποὺ δὲν ἔχω, ἀλλὰ νὰ ἀνακαλύψω αὐτὸ
ποὺ ἤδη ἔχω, νὰ ζωογονήσω μέσα μου αὐτὸ ποὺ ἔλαβα ἀπὸ τὸν Θεό.
Αὐτὴ
εἶναι ἡ δική μας νέκρα, τὸ ὅτι δὲν νοιώθομε, δὲν εἶναι ζωντανὸ γιὰ μᾶς, αὐτὸ ποὺ
ἤδη μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ἐξετέλεσε τὸ ἔργο του, ἐκπλήρωσε τὴν ἀποστολὴ
τοῦ καθ’ ὁλοκληρίαν, τὴν ἔφερε εἰς πέρας, ἔκανε τὰ πάντα.
Ἐμπλούτισε,
γέμισε τὴν ζωή μας· δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ θὰ μπορέσει νὰ χωρέσει ἡ ζωή
μας· μόνο ποὺ ἐμεῖς ζοῦμε χωρὶς αὐτὸ τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ.
Γι’
αὐτὸ λέμε ὅτι ἡ μοναστικὴ ζωὴ εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν μας· νὰ ἀνοίξωμε τὰ
μάτια μας καὶ νὰ δοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Βλέπουμε
μιὰ πετρούλα, καὶ σὲ αὐτὴ εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἶναι ἁπλὴ
πέτρα. Ὅπως ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ νόμιζε πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κηπουρὸς καὶ τὸν
ρώτησε πολὺ φυσικὰ μήπως εἶδε τὸν Κύριον, τὸ ἴδιο παθαίνομε καὶ ἐμεῖς καὶ δὲν
βλέπομε τὸν Κύριον στὴν ζωή μας”.
“Χαρισματικὴ ὁδὸς” (σέλ. 102)