Θα μπορούσε να είναι απλά μια επέτειος, μια σελίδα ιστορίας, μια παράθεση γεγονότων, ένα 1453 βρε αδελφέ και μετά να ξεχάσουμε…..Τόσα και τόσα άλλωστε…..
Και θα ήταν έτσι, αν εκείνο το μαχαίρι δεν είχε χωθεί στην καρδιά μου εκ κοιλίας μητρός (σχεδόν).
Μια πατρίδα για να την κουβαλάς, ένα σπίτι σε γωνιά της Πόλης, ένα «αχ» που μπλέχτηκε στα σωθικά του πατέρα και μετά τρύπωσε στις φασκιές μου και από τότε καρφιτσώθηκε κάπου κοντά στην καρδιά, σαν χαρτάκι ατέλεστου πανηγυριού –ιερός ναός της του Θεού Σοφίας π.χ. , ιερά πανήγυρις….. –
Σαν άρχισε η γιαγιά μου να καταλαβαίνει πως νογάω τα λόγια της, μου την τραγουδούσε την πατρίδα μας, μου την ιστορούσε, την έψαλλε, την νανούριζε, την μοιρολογούσε, την ξόμπλιαζε, με έκανε να την θέλω, να την ονειρεύομαι, να έχω καημό και ντέρτι και μαχαίρι, δίστομο (αποκλεισμένη δηλαδή η σωτηρία) μέσα μου.
Τα βυζαντινά ήταν κόκκινα, πορφυρά, ματωμένα, στο εντός μου. Τώρα ξέρω γιατί δεν έκλαιγα όταν μάτωναν, από πέσιμο παιχνιδιού, τα γόνατά μου.
Ήταν που θα γινόταν πορφύρα μου (ίσως και προορισμός) ο πόνος και το αίμα το κόκκινο, το άλικο, το αδικαίωτο. Πάντα αγαπούσα το κόκκινο και με αγαπούσε και κείνο: Είμαι γεμάτη πληγές και έρωτες. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, οι προσφεύγοντες σε άλλους από κείνους της καταγωγής τους ,τόπους και τρόπους ζωής.
Κύτταρα δεν έχουμε εδώ..
Κάποιος πρώτος γεννήτορας, με τον τρόμο των ορφανεμένων αυτοκρατορικών σανδαλίων στο κορμί, ξεκίνησε, με έρωτες απελπισίας, να γεννά παιδιά στην σκιά του Δικέφαλου. Τα χρωματοσώματά μας σκόρπισαν στα χαγιάτια της Πόλης και στις οδούς πλησίον του Βοσπόρου, η σάρκα μας έχει μνήμες προγονικών αγκαλιασμάτων σε λεμονοδάση της Πρίγκηπος και έτσι λεμονοδάσος, λεμονοδάσος, πήγαινε η φατριά μας από κορμί σε κορμί, από πρόγονο σε απόγονο, μέχρι που μας έδιωξαν από την Πόλη .
Αλλόκοτοι και αταίριαστοι είμαστε εδώ…..
Μεγαλώσαμε με τις πολεμίστρες μας περπατημένες από αγωνιώντες Παλαιολόγους, τόσους όσα τα χρόνια της ζωής μας….Οι νύχτες μας, κραυγές αλιβάνιστων, πια, προπατόρων, στο κοιμητήρι του Μπαλουκλιού. Τα ξημερώματα, αποχαιρετισμός γυναικών του Πέραν, που έκλαιγαν στα όνειρά μας όλο το βράδυ. Η μέρα μας, ορφανούλα ερωμένη εκείνου του ήλιου που φωτίζει το περιβόλι μας , με τα κηπουρικά και τα λουλούδια της οικίας μας της βυζαντινής.
Τους ακούω να λένε για φιλία των λαών…..
Ποιά πατρίδα χάσατε, ποιά πατρίδα λαχταρήσατε, εσείς που το λέτε;
Ποιο δάκρυ ξαλμυρήσατε να το φτιάξετε μυστικό θυμίαμα, αντάξιο χορταριασμένων μνημάτων, ποια κραυγή ξύπνησε τον ύπνο σας, για να μας νιώσετε;
Εύκολο να κάνετε πολιτική τον πόνο μας.
Δύσκολο να γίνετε αυτό που δεν υπήρξατε: Πρόσφυγες….
Πού πάει να πει άνθρωποι δίχως μέρος ανάπαυσης, δίχως μαλακό μαξιλάρι που να φιλοξενεί έρωτες και όχι αδικημένες κυτταρικές μνήμες, άνθρωποι με ματωμένα μάτια και ένα μεγάλο μαχαίρι να γυρίζει ,αιώνες τώρα, στο μέρος της καρδιάς.
Γεννάμε τα παιδιά μας και το μαχαίρι περνάει σ’ αυτά την ώρα της γέννας.
Παιδί, το παιδί, όπως εσείς λέτε βήμα, βήμα, στον χορό, παιδί το παιδί εμείς, περνάμε το μαχαίρι από γενιά σε γενιά και έτσι δεν σώνονται οι βυζαντινοί. Επειδή έχουμε το μαχαίρι… Αυτό που κάποτε θα κόψει τα τριαντάφυλλα του κήπου μας στο Πέραν, στα Ταταύλα, στην Πρίγκηπο, στο Σταυροδρόμι και όπου αλλού φύτεψαν οι πρόγονοί μας λουλούδια και έρωτες και όπου αλλού έχουν ανεμίσει πορφύρες, σημαίες και απελπισίες αδικεμένων ανθρώπων.
Καλημέρα Πατρίδα…
Καληνύχτα δεν θα σου στείλω ποτέ γιατί στο Βυζάντιο δεν έχει ξανανυχτώσει από τότε… Από την μεγάλη νύχτα που σε μια γωνιά της Αγιά Σοφιάς, ένας παππούς μου έκλαιγε ακούγοντας τον σπαραγμό του αυτοκράτορα…
Καλημέρα Πατρίδα…