Θ. Ι. Ρηγινιώτης
Τα μέσα που παρέχει στον άνθρωπο η Εκκλησία για τη σωτηρία –δηλαδή για την ένωσή του με τον Θεό και τους συνανθρώπους του– είναι πολλά. Είναι βοηθητικά μέσα. Δε σώζουν τον άνθρωπο «μαγικά», αλλά προσελκύουν τη θεία χάρη, η οποία ενισχύει την αγάπη του και με αυτή την αγάπη ο άνθρωπος σώζεται. Μπορεί, επαναλαμβάνω, να μείνουν χωρίς αποτέλεσμα. Όμως χωρίς αυτά είναι πολύ οδυνηρό και συνεπώς δύσκολο για τον άνθρωπο να ξεφύγει από το Εγώ του (μήπως εγώ νομίζω ότι έχω ήδη ξεφύγει; πώς μπορώ να το ξέρω; το να κάνω διάγνωση στον εαυτό μου είναι δικαίωμά μου, όμως δεν είναι ασφαλές, ακόμη κι αν έχω ιατρικές γνώσεις). Αναφέρω τα παρακάτω:
1. Η προσευχή. Πρόκειται για το εκπληκτικό κανάλι άμεσης επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Κατ’ ουσίαν, όλες οι χριστιανικές τελετές («ακολουθίες») είναι προσευχές. Υπάρχει όμως και η προσωπική προσευχή, που μπορεί να γίνεται παντού και πάντα.
«Κάθε έργο που έγινε από αγάπη Χριστού φέρει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, όμως αυτό κατορθώνεται ευκολότερα με την προσευχή, γιατί αυτή αποτελεί το όργανο που διαθέτουμε. Μπορεί να τύχει να θέλετε να πάτε στην εκκλησία, αλλά η εκκλησία να μην είναι κοντά ή να έχει τελειώσει η ακολουθία. Ή να έχετε την επιθυμία να ελεήσετε κάποιον πτωχό, αλλά πτωχός να μην υπάρχει. Ίσως επιθυμείτε να γίνετε απαθής, αλλά δεν έχετε γι’ αυτό δυνάμεις. Για την προσευχή όμως υπάρχει πάντοτε δυνατότητα. Η προσευχή είναι προσιτή τόσο στον πλούσιο όσο και στον πτωχό, τόσο στον εγγράμματο όσο και στον απλοϊκό, στον ισχυρό όσο και στον αδύναμο, στο δίκαιο όσο και στον αμαρτωλό. Η δύναμη της προσευχής είναι τεράστια και περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο αυτή εκλύει το Άγιο Πνεύμα» (άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ).
Ο μέσος άνθρωπος κατά κανόνα προσεύχεται, για να ζητήσει από τον Θεό γήινα αγαθά –υγεία, πρόοδο, ευημερία– ή λύση σε συγκεκριμένα προβλήματα. Αν τα αιτήματά του ικανοποιηθούν, δοξάζει τον Θεό. Αν όχι, Τον κατηγορεί ως άδικο ή αδιάφορο, κι ας ξέρει ότι Εκείνος, ως πάνσοφος, μπορεί να κρίνει καλύτερα. Ακόμα κι αυτές οι γραμμές πιθανόν να σκανδαλίζουν τον αναγνώστη, που είναι βιαστικός και απαιτητικός και υψώνει ενώπιον του Θεού το ανυποχώρητο θέλημά του.
Αν και είναι φυσικό να προσευχόμαστε για τις γήινες ανάγκες μας (και στη θεία λειτουργία λέγονται τέτοιες προσευχές), ο αληθινός σκοπός της προσευχής είναι ν’ ανοίξει την καρδιά του ανθρώπου για να δεχτεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό, κυρίως οι μοναχοί, αλλά και αρκετοί «κοσμικοί» (δηλαδή άνθρωποι που δεν είναι μοναχοί), λένε σύντομες προσευχές, που μπορούν να τις επαναλαμβάνουν όσες φορές θέλουν, ακόμα και την ώρα της δουλειάς τους ή όταν ξεκουράζονται, στις οποίες ζητούν από τον Θεό «έλεος» χωρίς να Του λένε από πριν τι να κάνει. Τέτοιες προσευχές είναι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», «άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών» (για όποιον άγιο έχουμε στο νου μας), «άγιοι πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ ημών» κ.λ.π. Επίσης τέλεια προσευχή, που περιλαμβάνει όλες τις ανάγκες του ανθρώπου, γήινες και ουράνιες, είναι το Πάτερ ημών, που ονομάζεται κυριακή προσευχή (=του Κυρίου), γιατί το δίδαξε ο Χριστός στα Ματθ. 6, 9-13, και Λουκ. 11, 1-4.
Οι προσευχές αυτές δεν έχουν ως αποτέλεσμα να δουλεύουν όλα ρολόι στη ζωή μας, αλλά, όταν ο Θεός βρίσκεται στην καρδιά, όλες οι συμφορές του κόσμου δε μπορούν να μας πτοήσουν. Αυτό μοιάζει με αυθυποβολή ή με τη θεωρία της «θετικής ενέργειας», που παράγεται με «θετικές σκέψεις», αλλά δεν είναι το ίδιο. Προχωρώντας στο στάδιο της κάθαρσης της καρδιάς ή (διστάζω και να το πω) ακόμη μακρύτερα, η παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου γίνεται ενεργός και εμφανής.
Η «εργασία της νοεράς προσευχής» είναι ολόκληρη επιστήμη για τους χριστιανούς, η οποία, σημειωτέον, στρέφεται προς τα έξω, προς τον Θεό και τους αγίους, κι όχι προς τα μέσα, όπως ο διαλογισμός, κι έχει στόχο την προσέγγιση ανθρώπου και Θεού κι όχι την πνευματική ή σωματική χαλάρωση ή την «ανάπτυξη εσωτερικών δυνάμεών μας» κ.τ.τ.[1].
2. Ο εκκλησιασμός. Εκτός από την προσωπική προσευχή, κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή του ανθρώπου στη θεία λειτουργία και τις άλλες τελετές που γίνονται στον ναό. Η συμμετοχή αυτή ονομάζεται εκκλησιασμός, δηλαδή συνάντηση με τους άλλους, γιατί εκκλησία = συγκέντρωση. Για την ακρίβεια, η έκφραση «πάω στην εκκλησία» δε σημαίνει πάω στον ναό, αλλά πάω να συναντήσω τους υπόλοιπους χριστιανούς, που έχουν συγκεντρωθεί στο ναό – γι’ αυτό έχει επικρατήσει να λέμε τον ναό «εκκλησία», δηλαδή συγκέντρωση.
Ο εκκλησιασμός είναι απαραίτητος για δύο λόγους:
α) διότι στον ναό δε γίνεται απλώς προσευχή, αλλά τελούνται και τα μυστήρια, με κυριότερο τη θεία Μετάληψη˙ παντού μπορώ να προσευχηθώ, αλλά μόνο στην εκκλησία μπορώ να μεταλάβω˙
β) διότι στον ναό θα συναντήσω τους συνανθρώπους μου, τους αδελφούς μου, και θα προσευχηθώ στον Θεό μαζί μ’ αυτούς˙ εκεί θα βρω και τους εχθρούς μου ή εκείνους που περιφρονώ ή αντιπαθώ, για να τους συγχωρήσω μέσα στην καρδιά μου, δηλαδή να τους κάνω χώρο να μπουν (συν+χωρώ = βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μ’ εσένα, και ο χώρος αυτός είναι η καρδιά μου)˙ εκεί θα προσευχηθώ γι’ αυτούς που βαφτίζονται ή παντρεύονται, ώστε να έχουν τη χάρη του Θεού στη ζωή τους, και για τους νεκρούς που κηδεύονται ή μνημονεύονται (στα μνημόσυνα), για την ανάπαυση της ψυχής τους… Αυτό σημαίνει ότι, κι αν δεν καταλαβαίνω τα λόγια της τελετής, λόγω της αρχαίας γλώσσας ή ενός κακόφωνου ψάλτη, έχει μεγάλη σημασία να προσευχηθώ εκείνη την ώρα μέσα στον ναό, μαζί με τους άλλους, ακόμη κι αν κανείς άλλος εκτός από μένα δεν προσεύχεται˙ ας προσευχηθώ εγώ, με ταπείνωση, για όλους.
Χωρίς τον εκκλησιασμό, δεν υπάρχει χριστιανική Εκκλησία, αλλά μόνο δυστυχισμένα πρόσωπα, που παλεύουν με τη μοναξιά τους και δεν πρόκειται να σωθούν ποτέ, γιατί σωτηρία δεν είναι να «πείσω» τον Θεό πως είμαι δικός Του άνθρωπος, εξασφαλίζοντας μια θεσούλα στον παραδείσιο κήπο, αλλά να ενωθώ μ’ Αυτόν διά της αγάπης, πράγμα που σημαίνει και ένωση με τους συνανθρώπους μου.
Είναι φυσικό ότι, αν δεν έχω όρεξη να συγχωρήσω τον αδελφό μου ή να προσευχηθώ για τους άλλους, δεν έχω και διάθεση να πάω στον ναό. Επομένως, πηγαίνω μόνο σε ξωκλήσια, όπου δε βλέπω κανέναν και «ανάβω το κερί μου» μόνο για τον εαυτό μου ή για κείνους με τους οποίους είμαι δεμένος συναισθηματικά (τα «αγαπημένα μου πρόσωπα», σύζυγο, παιδιά φίλους, ευεργέτες –στην ουσία προεκτάσεις του εαυτού μου), ή πάω στον ναό για κοινωνικούς λόγους, για να δω κόσμο και να με δουν, να επιδείξω τον πλούτο μου ή την ομορφιά μου ή να διασκεδάσω βλέποντας με μισό μάτι τους άλλους. Αυτές είναι οι παρενέργειες του εκκλησιασμού, που οφείλονται στην ανεπάρκεια και την ανωριμότητα των χριστιανών, ιερέων και λαϊκών, και καλό είναι να μη γίνονται δικαιολογία για να μην πηγαίνουμε στην εκκλησία. Και πάλι, είναι δικαίωμά μας να μην πάμε ποτέ, αλλά είναι σπουδαιότερο δικαίωμά μας να πάμε και να ενωθούμε με τον Θεό και τους αδελφούς μας σ’ εκείνο το ευλογημένο περιβάλλον.
Ας έχουμε υπόψιν ότι σε όλο τον κόσμο, κάθε Κυριακή και εορτή, τελείται μόνο μία λειτουργία, απλωμένη σε όλους τους ορθόδοξους ναούς της Γης. Η λειτουργία αυτή ενώνεται με την ουράνια λειτουργία, που τελείται μυστικά στον ουρανό, από τους αγγέλους και τους αγίους. Κατά την έναρξη της λειτουργίας, τελείται η «αγία προσκομιδή», όπου ο ιερέας σχηματίζει με μερίδες από το πρόσφορο (το ψωμί της θείας Μεταλήψεως) το σύμβολο της παγκόσμιας Εκκλησίας πάνω στο δισκάριο, από το οποίο κατόπιν θα μπει στο άγιο ποτήριο και, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, θα γίνουν όλοι αυτοί –άγγελοι, άγιοι, η Παναγία, ο Χριστός, οι ζωντανοί και οι νεκροί– το Σώμα του Χριστού, το Οποίο θα κοινωνήσουμε, όταν κοινωνήσουμε, ενώνοντας τον εαυτό μας μ’ εκείνους.
(συνεχίζεται)