Παναγιώτης Λιάκος
«Αυτό είναι μια γλώσσα. Ενα μάγμα, ένα πλέγμα, όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μια στην άλλη.
Είναι μια οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα. Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της ορθογραφίας, η καταστροφή της συνέχειας… Ήδη, τα παιδιά μας δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, διότι αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή, πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε πριν από πολλά χρόνια. Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρονου Ελληνισμού». Από ομιλία του Κορνήλιου Καστοριάδη στον Βόλο, 16 Φεβρουαρίου 1989.
Διαχρονικό ζητούμενο από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους και έπειτα είναι η ανάπτυξη πατριωτικού πολιτικού κινήματος. Αυτή η πολιτική έκφραση επιδιώκεται να είναι ισχυρή και να ηγεμονεύσει στον δημόσιο βίο της χώρας, ώστε να δημιουργήσει παράδοση και θεσμούς. Κατά καιρούς έχουν εκδηλωθεί διάφορες προσπάθειες, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν.
Τα αποτελέσματα όσων γίνονταν προς αυτή την κατεύθυνση ήταν, συνήθως, ο προσπορισμός μεγάλης «αναγνωρισιμότητας» (η οποία συνήθως χαρακτηριζόταν από δυσωνυμία), μικρής διάρκειας εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο και στο τέλος ερχόταν η… εξαΰλωση. Οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό, αφού τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα επέστρεφαν στην προτεραία κατάστασή τους – δηλαδή, οι περισσότεροι γίνονταν δεκτοί στους πολυσυλλεκτικούς σχηματισμούς από τους οποίους προέρχονταν.
Η περιπλάνηση στον «πατριωτισμό», στον «εθνικισμό» και στην «αντισυστημικότητα» φάνταζε μονόδρομος για όλους όσοι συγκρούονταν, για διάφορους λόγους, με το φεουδαρχικά οργανωμένο σύστημα της τριτοκοσμικής οικογενειοκρατίας, που χαρακτηρίζει τον πολιτικό βίο της Ελλάδας. Οταν η σύγκρουση ολοκληρωνόταν και η πειθώ της ανάγκης υποχρέωνε τους «αντάρτες» σε αναδίπλωση, η «σωφροσύνη» της επιστροφής «στο μαντρί» στεφανωνόταν με το έπαθλο του ασφαλούς και άκοπου βιοπορισμού, κάτι που ανέκαθεν αποτελούσε κίνητρο ενασχόλησης με τα κοινά.
Τα πατριωτικά, εντός και εκτός εισαγωγικών, κινήματα στην Ελλάδα δεν κατάφεραν κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, πέρα από την εκπομπή ενός «σήματος» σε ευρείες μάζες, το οποίο αφορούσε την ανάγκη κινητοποίησης για τη «σωτηρία της πατρίδος». Δυστυχώς, αυτός ο γενικός στόχος ήταν αδύνατον να επιτευχθεί και να υπηρετηθεί η προσπάθεια επίτευξής του, διότι έλειπαν οι ορισμοί – κάτι που ο αρχαίος Ελληνας φιλόσοφος Σωκράτης θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να καταπιαστεί με τον έλεγχο ιδέας, κατάστασης ή προσώπου.
Οι διάττοντες αστέρες του πολιτικού συστήματος, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως «πατριωτικοί», παρέλειπαν να ορίσουν τι ακριβώς θεωρούν ότι είναι «πατρίδα» και τι θα μπορούσε να αποτελεί «σωτηρία» για εκείνη. Η πατρίδα, η γη των πατέρων, είναι προφανές ότι δεν κινδυνεύει από κάτι. Ακόμα κι αν λιώσουν οι πάγοι του Αρκτικού Κύκλου και της Ανταρκτικής και σκεπάσουν τα ύδατα την Ελλάδα, η γη, ως έδαφος, δεν θα κινδυνεύσει. Εκεί θα βρίσκεται, στον βυθό, και θα αναμένει μέχρι να αποτραβηχτούν τα νερά της πλημμύρας. Αυτό που κινδυνεύει στην περίπτωση του συνόλου το οποίο αποκαλούμε «πατρίδα» είναι η ενσαρκωμένη ιδέα της ελληνικότητας, όπως αυτή εκφράζεται από τον λαό που αποκαλείται «ελληνικός».
Ο κίνδυνος στην εποχή μας βρίσκεται στον υπαρκτικό πυρήνα του έθνους και απλώνεται από τον βιολογικό φορέα του μέχρι τον πνευματικό. Οι Έλληνες εκ καταγωγής μειώνονται, οι επήλυδες αυξάνονται και οι παραμένοντες στον ελληνικό χώρο απομακρύνονται με ταχύτητα από το σύνολο ιδεών, συνηθειών, διαλεκτικής και συστήματος αξιών που (ανα)γνωρίζουμε ως ελληνικό πολιτισμό.
Πριν από την πληθυσμιακή απίσχναση, είχε επιτευχθεί, από το ίδιο το πολιτικό σύστημα, ένα πλήγμα κατά του Ελληνισμού, το οποίο ουδείς εχθρός και εισβολέας θα μπορούσε να καταφέρει: η νομοθετημένη αποδυνάμωση των νοητικών λειτουργιών του πληθυσμού με την κατάργηση της καθαρεύουσας από επίσημη γλώσσα του Δημοσίου και την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος από τη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση.
Συμπληρώνοντας τέσσερις περίπου δεκαετίες από αυτά τα δύο στρατηγικά χτυπήματα σε βάρος του Ελληνισμού, διαπιστώνεται ότι το κράτος είναι χρεοκοπημένο, η ξενοκρατία θεσμοθετημένη, η καθομιλουμένη αποτελεί μια κουρελού διάστικτη με ξενικές λέξεις και η καθημερινότητα επιβαρυμένη από τον ψυχολογικό φόρτο της έλλειψης νοήματος και συλλογικών στόχων, αλλά και από τη διαρκή αναταραχή που προκαλούν η υλική ένδεια, η ανεργία, η ασυμβατότητα του τρόπου ζωής των γηγενών με εκείνον που ακολουθούν οι ορδές των ισλαμιστών εποίκων.
Ωστόσο, πριν ανοίξουν τα σύνορα για να περάσουν ανεξέλεγκτα οι αφροασιατικοί πληθυσμοί, γκρεμίστηκαν τα πνευματικά τείχη που θωράκιζαν τη συλλογική ταυτότητα. Οι γλωσσικές «μεταρρυθμίσεις», που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απεμπλουτισμός του λογισμικού μας και υποβιβασμός των νοητικών εργαλείων μας, δεν μπορούν παρά να είναι κεντρικός στόχος της κριτικής οποιουδήποτε κινήματος έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα και επιθυμεί να ωφελήσει την Ελλάδα και τους Ελληνες.
Κι όμως, οι υπάρξαντες και υπάρχοντες σχηματισμοί επιλέγουν να το αγνοούν. Κι αυτό φανερώνει την ακαταλληλότητά τους να πράξουν τα στοιχειώδη.