Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη
Ἦταν ψάλτης «πρακτικός», ὅπως λέμε, τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς, Κυπαρίσσου Ἀγρινίου (γενέτειράς μου). Γεννήθηκε τό 1917 καί πέθανε τό 2005.
Ἄνθρωπος ἠπίων τόνων, καί τά λόγια του μετρημένα. Ὡς πρωτοψάλτης, δέν εἶχε δέσιμο μέ τήν «πρωτοκαθεδρία» στό ψαλτήρι. «Σκοτωνόταν», προκειμένου νά προσφέρει τή θέση του στόν ἐπισκέπτη, ψάλτη, πού ἐρχόταν στό χωριό. «Εἶχε ἀρχοντιά», ἔλεγαν γι’αὐτόν.
Ἐνῶ ἦταν καλλίφωνος, ἐξ οὗ καί τό ἐπώνυμό του «Καλλιφώνης», ἔψελνε συνετῶς, χωρίς κομπασμό, ὅπως ἁρμόζει σέ ἱεροψάλτες. Καί τότε πού δέν ὑπῆρχαν μικρόφωνα, ἡ ψαλμωδία του ἦταν ἀνάπαυση ψυχῆς. Ἐνῶ σήμερα….! «Θά πρέπει νά βάλω ὠτασπίδες, γιά νά προσευχηθῶ στήν ἐκκλησία!» ,ἔλεγε ἕνας ἐνορίτης.
Κουβεντολόι στό ψαλτήρι ἦταν πρᾶγμα ἀδιανόητο. Ὅταν κάποια φορά, κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἑξαψάλμου, τόν ρώτησα, ὄντας μαθητής, κάτι σχετικό μέ τό «Τυπικό», μοῦ ἔκανε νόημα νά σιωπήσω. Ὅταν τέλειωσε ὁ Ἑξάψαλμος, μοῦ ὑπέδειξε ἐν σιωπῇ τή σημείωση, πού γράφεται μέ κόκκινα γράμματα, στό «Ἐγκόλπιον τοῦ Ἀναγνώστου», στό μέσο τοῦ Ἑξαψάλμου: «Δόξα Πατρί…ἄνευ μετανοιῶν, ἤτοι κεφαλοκλισιῶν καί σταυρῶν».
Καί ἔμαθα ἀπό τότε, ὅτι κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἑξαψάλμου, δέν μποροῦμε νά κάνουμε οὔτε τόν Σταυρό μας (γιατί εἰκονίζει τή φοβερή ὥρα τῆς Κρίσεως, πού δέν ἔχουν πιά ἰσχύ οἱ δεήσεις μας!). Μιά λεπτομέρεια πού ἀμφιβάλλω ἄν τή γνωρίζουν ἀκόμα καί οἱ μεγάλως ἐγγράμματοι, καί προπαντός ἄν τήν ἐφαρμόζουν…!
Ἐνθυμοῦμαι μέ τί ἀφοσίωση καί προσοχή ἄκουγε τό κήρυγμα, ὅταν ἐρχόταν ἱεροκήρυκας, ἀλλά, καί ὅταν ὁ Ἱερέας τοῦ χωριοῦ ἔλεγε δυό κουβέντες. Ἦταν ὡς νά ἄκουγε Εὐαγγέλιο. Καί τελειώνοντας τό κήρυγμα, ἀναφωνοῦσε ἐκ καρδίας «γένοιτο», ὅπως ἦταν τότε ἡ συνήθεια.
Ὅταν ἔψελνε τό «Χερουβικό», ρύθμιζε τήν ψαλμωδία του, ἀκολουθώντας τόν Ἱερέα, ὥστε τό «Τριάδι», νά συμπίπτει μέ τήν ἔξοδο τοῦ Ἱερέα στήν Ὡραία Πύλη. (Σήμερα, πρέπει ὁ Ἱερέας νά ἀκολουθεῖ τόν ψάλτη!).Ὅση ὥρα θυμίαζε ὁ Ἱερέας, ἔψελνε καί τό «Τριάδι», δίνοντας ἔτσι μιά μεγαλοπρέπεια στήν ἱερή αὐτή στιγμή. Αὐτό ἦταν τότε ἄγραφος καί ἀπαράβατος νόμος γιά ὅλους τούς ψάλτες.
Ἦταν ἀνήμερα τοῦ «Σταυροῦ» (14.9.1968). Ἤμουν στό ψαλτήρι, δίπλα στόν μπαρπα-Χριστόφορο. Ἔβγαλε ἕνα μολύβι, πού εἶχε τό σακκάκι του (στό Ναό ἐρχόταν πάντα μέ σακκάκι, χειμώνα-καλοκαίρι, ὅπως καί ἅπαντες οἱ ἄνδρες), καί χάραξε ἑκατό, μικρές κάθετες γραμμές πάνω στό Μηναῖο τοῦ Σεπτεμβρίου, στήν Ἀκολουθία τῆς Ὑψώσεως. (Τό βιβλίο ἦταν καινούργιο). Ὁ λόγος;
Κατά τήν Ἀκολουθία τῆς Ὑψώσεως, ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει, κάθε φορά πού γίνεται ἡ Ὕψωση (καί γίνεται πεντάκις) ὁ ψάλτης νά ἀπαγγέλει ἑκατό φορές τό «Κύριε ἐλέησον». Καί ὁ μπαρπα-Χριστόφορος, γιά νά εἶναι σύμφωνος μέ τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας, χάραξε μέ τό μολύβι αὐτές τίς ἑκατό, μικρές, κάθετες γραμμές, καί κάθε φορά, πού ἔλεγε ἕνα Κύριε ἐλέησον, «πατοῦσε» μέ τό μολύβι καί μιά κάθετη γραμμή, καί ἔτσι ἔλεγε ἑκατό φορές τό «Κύριε ἐλέησον». Ἐκ τῶν ὑστέρων ἔμαθα, ὅτι τό ἔκαναν καί ἄλλοι οἱ ψάλτες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
«Ὅπως τό βρήκαμε, ἔτσι θά τό ἀφήσουμε», ἦταν τότε τό σύνθημα κλήρου καί λαοῦ. Τυπολατρία ἤ σεβασμός στήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας; Γιά μερικούς, τυπολατρία…! Καί ὅμως ὁ καρδιογνώστης Κύριος ἀναπαυόταν στίς ψυχές αὐτῶν τῶν τυπολάτρων! Ὅταν σέ περιόδους δοκιμασίας, π.χ. ἀνομβρίας, ἔκαναν λιτανεία, ἐκζητώντας τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος τούς ἀπαντοῦσε. Ἐνῶ ὁ οὐρανός ἦταν ξάστερος, εὐθύς γέμιζε ἀπό σύννεφα, ἔπεφταν βροντές καί ἀστραπές καί βροχή κατακλυσμός!