Ἀρχιμανδρίτης Μελέτιος Α. Βραχάνης
Ἐπισκέφθηκα διά ποιμαντικούς λόγους μιά οἰκογένεια μέ τρία παιδιά.
Βλέποντας το μωρό το οποιο γεννήθηκε πρίν λίγους μῆνες νά μπουσουλάει στό πάτωμα, παρατήρησα ὅτι τά μικρά κόκκινα παπουτσάκια του ἦταν γδαρμένα μπροστά καί εἶχε φύγει τό χρῶμα.
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι τό μωρό, ἄν καί ἀγόρι, φοροῦσε κόκκινα παπουτσάκια καί ὅτι ἦταν γδαρμένα.
Εἶπα στά δύο μεγαλύτερα ἀδελφάκια του· «πολύ σέρνεται τό μωρό σας καί ἔγδαρε τά παπούτσια του».
«Πάτερ», ἀπάντησε τό μεγαλύτερο πού ἦταν κοριτσάκι, «τά παπούτσια πού τά φορᾶ τώρα ὁ … τά φόρεσε καί ὁ ἀδελφός μου ὅταν ἦταν μωρό, τά φόρεσα καί ἐγώ ὅταν ἤμουν μωρό.
Κι ἄκου νά σοῦ πῶ, τά παπούτσια αὐτά δέν εἶναι δικά μας. Εἶναι τῆς μαμᾶς μας, πού τά φοροῦσε ὅταν ἦταν μωρό.
Ὅταν μεγάλωσε καί δέν τήν χωροῦσαν, τά πῆρε ἡ γιαγιά μου μαζί μέ τά ρουχαλάκια τῆς μαμᾶς, τά καθάρισε,τά τύλιξε σ’ ἕνα δέμα, καί τά φύλαξε νά τά φορέσουν καί τά μωρά πού θά ἔκανε ἡ μαμά μου.
Κι ἔτσι ἔγινε καί γι’ αὐτό εἶναι γδαρμένα».
Ἄκουγα ἔκπληκτος καί συγκινημένος.
Ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν ἦταν τριάντα ἑπτά ἐτῶν! Ἡ γιαγιά, πού τά φύλαξε, ἦταν μέ τόν ἄνδρα της εὐκατάστατοι καί εἶχαν οἰκονομική ἄνεση καί εὐμάρεια οὐ τήν τυχοῦσα.
Ἀλλά ἦταν συνήθεια τῶν ἀρχοντικῶν καί νοικοκυρεμένων παλαιῶν οἰκογενειῶν νά τά κρατοῦν ἐνθύμιο καί νά πηγαίνουν ἀπό γενεά σέ γενεά. Καί γιά λόγους συναισθηματικούς καί γιά νά μή πάει τίποτα χαμένο.
Εἶπα στό μεγαλύτερο κοριτσάκι, πού μοῦ ἐξήγησε τί συνέβαινε καί ἦταν γδαρμένα· «Νά τά κρατήσεις καί σύ, ἀφοῦ εἶσαι πρωτότοκη, γιά τά μωρά σου καί αὐτό νά συνεχίσει “εἰς αἰῶνα αἰῶνος’’».
Συγχρόνως προσευχήθηκα μέσα μου καί εἶπα· «Θεέ μου, δῶσε μας πολλές παρόμοιες οἰκογένειες, τίς ἔχει ἀνάγκη ἡ πατρίδα μας, καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος πού στροβιλίζεται μέσα στήν σπατάλη καί στήν ἀσύδοτη καί ἄνευ μέτρου ἱκανοποίηση τῶν περιττῶν καί ἀνώφελων ἀναγκῶν του, πού τίς δημιουργεῖ καί τίς λανσάρει τεχνηέντως ἡ καταναλωτική μας κοινωνία».