Ο Άγιος Αλέξανδρος του Σβίρ που γιορτάζει στις 30 Αυγούστου, κατήγετο από το χωριό Μαντέρα στην περιοχή του Νοβγκοροντ της Βορειοδυτικής Ρωσίας και γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1448 μετά από επίπονη και επίμονη προσευχή των ευσεβεστάτων γονέων του, του Στεφάνου και της Βασάι. Η οικογένειά του, όπως αργότερα αποδείχθηκε κι από την εξέταση των επιστημόνων στο ιερό λείψανό του, ανήκε στη φιλανδική φυλή των Βέιτ.
Το κοσμικό όνομά του ήταν Αμώς κι από μικρό παιδί διδάχθηκε τα ιερά γράμματα από έναν άνθρωπο σοφόν εις τον οποίον τον εμπιστεύθηκαν οι γονείς του προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι μαθησιακές δυσκολίες του.
Ο μικρός Αμώς ήταν εγκρατής και ιδιαίτερα ευλαβής. Προσευχόταν άγρυπνος επί ώρες , νήστευε και προσπαθούσε να ασκείται σε όλες τις αρετές. Παρά ταύτα, η δυσχέρεια που είχε στο να μαθαίνει αυτά που οι συμμαθητές του χωρίς δυσκολία αποτύπωναν και κατανοούσαν, του δημιουργούσε μεγάλη λύπη…
Κάποιαν ημέρα καθώς παρακαλούσε την Κυρία Θεοτόκο, βρισκόμενος σε ένα κοντινό μοναστήρι του χωριού του, να τον βοηθήσει να ξεπεράσει την μαθησιακή στέρησή του, άκουσε την γλυκυτάτη φωνή της Παναγίας να του δίνει κουράγιο και θάρρος κι έκτοτε, θαυμαστώς άρχισε να μαθαίνει χωρίς κανένα πρόβλημα!
Όταν έφθασε στην ηλικία των 19 ετών κι οι δικοί του απεφάσισαν να τον νυμφεύσουν εγκατέλειψε την οικία του προφασιζόμενος κάποιαν εργασία σε κοντινό χωριό και ακολούθησε ο μακάριος νεανίας τον ποθητό δρόμο προς την σωτηρία. Μετά από μία σειρά θαυμαστών γεγονότων, οδηγήθηκε πέρα από τον ποταμό Σβίρ κι έφθασε στη Μονή Βαλαάμ όπου και υποτάχθηκε στον ηγούμενο Ιωακείμ.
Εκείνος ο σοφός γέροντας, θέλοντας να δοκιμάσει το φρόνημα του νεαρού Αμώς, του εξέθεσε «ζωγραφισμένο» με μελανά χρώματα τον μοναχικό βίο θέλοντας να τον αποτρέψει από πιθανή αποτυχία. Ωστόσο, ο αποφασισμένος νέος τον έπεισε τελικώς για την γνήσια επιθυμία του και έτσι προχώρησε στην μοναχική κουρά του δίνοντάς του – μαζί με τις πατρικές του ευχές για δύναμη και υπομονή στον αγώνα του- το όνομα Αλέξανδρος . Ο Όσιος, έκτοτε ερίχθη με απαράμιλλη θέληση στην άσκηση των αρετών και με βαθειά ταπείνωση υπηρετούσε κατά την διάρκεια της ημέρας όλους τους αδελφούς του στη Μονήν ενώ το βράδυ το περνούσε αγρυπνώντας προσευχόμενος, δοξολογώντας τον Κύριον.
Όλον αυτόν τον καιρόν, οι απαρηγόρητοι γονείς του έψαχναν να τον βρουν βάζοντας ανθρώπους προκειμένου να τον εντοπίσουν… Όταν τελικά, μετά από τρία έτη πληροφορήθησαν την παρουσία του στη Μονή, μετέβη ο πατέρας του εκεί, με σκοπό να τον μεταπείσει να επιστρέψει μαζί του πίσω στον τόπο τους. Όμως τα επιχειρήματα του Αλεξάνδρου ήσαν τόσο πειστικά που ο πατέρας όχι μόνο εγκατέλειψε την ιδέα να γυρίσει ο υιός του πίσω στην οικία τους αλλά μετά την επιστροφή του στο χωριό εκάρη και ο ίδιος μοναχός στη Μονή της Θεοτόκου και λίγο αργότερα και η σύζυγός του ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα.
Μετά την κοίμηση των γονέων του, ο Αλέξανδρος σκεπτόμενος ότι και ο ίδιος φθαρτός είναι, ανέλαβε με νέα ορμή την προετοιμασία του να συναντήσει τον Χριστό!
Κάποτε – και μετά από την παραίνεση μιας φωνής- έλαβεν ευλογία από τον Γέροντα κι εγκατέλειψε τη Μονή νύκτα και παίρνοντας μαζί του μόνο τα ενδύματα που φορούσε, ακολουθώντας τον δρόμο που του είχε υποδείξει παλαιότερα ένα λαμπρό φως. Εγκαταστάθηκε σε ένα πευκοδάσος στις όχθες του ποταμού Σβίρ όπου κι έφτιαξε αρχικώς μία μικρή καλύβα στην όχθη της λίμνης Ροζίνσκ. Εκεί, ζούσε ο μακάριος Αλέξανδρος υψώνοντας νυχθημερόν τα χέρια του προς τον ουρανό και υμνολογώντας τον Κύριον απαλλαγμένος από κάθε βιοτική μέριμνα ώσπου κάποιαν ημέρα (1485) άκουσε ουράνια φωνή να του λέει πως θα γίνει σύντομα οδηγός πολλών ψυχών διότι εκ νεότητος του επόθησε και ακολούθησε αξίως την στενή και τεθλιμμένη οδόν. Έμεινε εκεί μόνος επί επτά ολόκληρα έτη, τρώγοντας μόνον άγρια χόρτα και υποφέροντας από βαριές ασθένειες και το ανυπόφορο κρύο. Το 1493 τον ανακάλυψε τυχαία ένας άρχοντας, ο οποίος είχε βγει για κυνήγι κι έκτοτε η φήμη του ως αγιασμένου ασκητού εξαπλώθηκε γρήγορα και πολλοί μοναχοί συγκεντρώθηκαν γύρω του, ενώ κι ο απλός λαός τον τιμούσε ως Άγιο ενόσω βρισκόταν εν ζωή!
Όταν έφθασε σε προχωρημένη ηλικίαν, ο Όσιος Αλέξανδρος, έναν χρόνο περίπου προ της κοιμήσεώς του, συγκέντρωσε τα πνευματικά του παιδιά και τους έδωσε την υπόσχεση ότι θα παρέμενε μαζί τους εν πνεύματι, ενώ επίσης επέλεξε και 4 Ιερομονάχους ως υποψηφίους διαδόχους του. Στις 30 Αυγούστου του 1533, και σε ηλικία 85 ετών, αφού προσευχήθηκε θερμά υπέρ της ειρήνης του κόσμου και πάντων των αγίων Εκκλησιών παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια Αυτού που αγάπησε και διηκόνησε σε όλον τον βίον του. Ενταφιάσθηκε στο ναό της Μεταμορφώσεως, ο οποίος ήταν κτισμένος κοντά στο ερημητήριόν του και πολλά θαύματα επιτελέσθησαν στον τάφο του από αυτούς που προσέρχονταν με πίστη και επικαλούνταν την πρεσβεία του.
Ό Άγιος Αλέξανδρος Σβίρ εδοξάσθη με θαυμαστά σημεία κατά την διάρκεια της ζωής του αλλά και μετά την οσιακή κοίμησή του. Το 1545, ο μαθητής και διάδοχος του, Ηγούμενος Ηρωδίων συνέθεσε τον Βίο του ενώ το 1547 άρχισεν ο τοπικός εορτασμός της μνήμης του και συνετέθη η Ακολουθία του. Στις 17 Απριλίου του 1641, κατά την διάρκεια της ανακαινίσεως του Ναού της Μεταμορφώσεως, όπου ο Άγιος είχε ταφή, αποκαλύφθηκε το χαριτόβρυτο τίμιο Λείψανο του σε κατάσταση πλήρους Αφθαρσίας και μυροβλύζον· έκτοτε, η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του δύο φορές: την ήμερα της Κοιμήσεως του, 30ή Αυγούστου, και την ήμερα της επισήμου Διακηρύξεως της Αγιότητός του και της ανακομιδής του Ιερού Λειψάνου του, 17η Απριλίου.
Πιστεύεται, ότι ο Θεός διατήρησε το Λείψανο σε τόσο θαυμαστή κατάσταση αφθαρσίας, διότι ο Άγιος Αλέξανδρος είναι ο μόνος Άγιος μετά τον Πατριάρχη Αβραάμ, ο όποιος αξιώθηκε επισκέψεως της Αγίας Τριάδος με μορφή τριών Αγγέλων. Κατά την διάρκεια αυτής της επισκέψεως, ή Αγία Τριάς άγγιξε τον Άγιο, κι αυτό το άγγιγμα προφανώς ήταν που έκανε το σώμα του απρόσβλητο στην φθορά.
Θαυμαστός ο Τριαδικός Θεός, ο ενδοξαζόμενος εν τοις Άγίοις Αυτού!