(…) Τίποτε όμως δεν ήταν πιο μόνιμο από τον φόβο μου μην χάσω αυτόν, τον ένα, τον καλό μαργαρίτη.
Θα με ρωτήσεις βέβαια ποιος είναι ο καλός μαργαρίτης.
Πολλές φορές το σκέφτηκα και θα σου πω πού κατέληξα:
Ο καλός μαργαρίτης είναι η καλή απολογία. Η διαρκής ανάμνηση της στιγμής, που θα βρεθείς μπροστά Του. Όχι μπροστά σ΄ ένα… φοβερό βήμα αλλά μαζί Του σε μια απέραντη αμμουδιά. Εκεί που θα τα πείτε αντικριστά, καθισμένοι σε δυο ψάθινες καρέκλες την ώρα του δειλινού, την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει, την ώρα του δικού σου δειλινού, την ώρα που φαίνεται ο Θεός ν΄ αγαπάει περισσότερο από όλες τις άλλες. Κάποια δειλινά –θυμάσαι;- τά ΄λεγε και με τον Αδάμ. Κάποιο δειλινό –θυμάσαι;- χάθηκε ο παράδεισος.
Ούτε βροντές, ούτε αστραπές. Μόνο μια ματιά Του, που θα σε διαπεράσει σαν γλυκόστομη ρομφαία και θα ξετυλίξει μπροστά στα μάτια σου, σε μια στιγμή, ολόκληρη τη ζωή σου. Δε θα μιλήσει. Εσένα όμως θα σε πλημμυρίσει ένα βαρύ ερώτημα:
Άξιζε την τόση αγάπη του Πλάστη μου η ζωή που έζησα;
Άξιζε;
Άξιζε;
Θα ρωτήσεις τόσες φορές, όσοι οι κόκκοι της άμμου, που μέσα της έχουν χωθεί τα ποδάρια της καρέκλας σου. Κανείς δεν θα βιάζεται. Ούτ΄ εσύ, ούτ΄ Αυτός. Ώρες, μήνες, αιώνες θα ρωτάς. Και κάποια στιγμή θ΄ αποφασίσεις, αν μπορείς να Τον κοιτάξεις στα μάτια.
Ξέρω τι σκέφτεσαι, ξέρω τι ρωτάς: είναι αυτή η στιγμή της κόλασης και του παράδεισου;
Και σου απαντάω: δεν ξέρω τι μου λες.
Εγώ ξέρω ότι είν΄ αβάσταχτο κρίμα να πικραίνεις έναν λατρεμένο σου σύντροφο, έναν φίλο, που σε νοιάστηκε πιο πολύ κι απ΄ τη μάνα σου!
Είναι αβάσταχτο κρίμα να πικραίνεις τον Χριστό σου. Αυτός ήταν για μένα πάντοτε ο φόβος της κολάσεώς μου. Έτρεμα τη στιγμή που δεν θα άντεχα να Τον κοιτάξω στα μάτια. Γιατί, όταν όλα περάσουν, ένα πράγμα μένει στον άνθρωπο και ένα πράγμα θα μείνει στη Δημιουργία στο τέλος των αιώνων:
Το φιλότιμο.
Αυτό θα επιτρέψει σε κάποιους να πιάσουν το χέρι Του σαν τον Πέτρο και να Τον ακολουθήσουν πάνω στα κύματα και αυτό θα φυτέψει τα πόδια κάποιων άλλων στην άμμο, αφήνοντάς τους στην πικρή νύχτα. Θα γνέφει ο Χριστός… «ελάτε»… κι αυτοί θα σκύβουν με ντροπή το κεφάλι, φορτωμένοι το αβάσταχτο κρίμα τους.
(…)
Aπό το βιβλίο του Ηλία Λιαμή “Ψίθυροι των Αγγέλων” – Ο άγγελος της σιωπής,
σελ. 62-64, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ.