Βασίλειος Κωστόπουλος, συγγραφέας*
Εἶχε φτάσει ἡ ὥρα πού ὅλοι οἱ μαθητές περιμένουν μέ ἀγωνία. Στήν τάξη ἐπικρατοῦσε ἀναβρασμός. Τά παιδιά, ἀνυπόμονα γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές πού θά ἄρχιζαν σέ λίγες μέρες, ἔκαναν ὄνειρα. Μόνο ὁ δάσκαλος σώπαινε προβληματισμένος. Ἀπό αὐτά τά ἀξιολάτρευτα πλάσματα πού εἶχε ἀπέναντί του, καί πού τά ἀγαποῦσε ὅλα, χωρίς καμιά διάκριση, θά ἔπρεπε νά διαλέξει ἐκεῖνα πού ἄξιζαν νά προβιβαστοῦν στήν ἑπόμενη τάξη καί νά ἀπορρίψει ἐκεῖνα πού δέν εἶχαν δουλέψει ἀρκετά ὥστε νά εἶναι τώρα σέ θέση νά γευτοῦν τούς καρπούς τῶν κόπων τους.
Ἡ θέση του, δέν ἦταν καθόλου εὔκολη. Ἤξερε πώς ἡ ἀποτυχία πονοῦσε περισσότερο καί ἄν αὐτό θά βοηθοῦσε ἀληθινά τά παιδιά, θά τά πέρναγε ὅλα, χωρίς καμία ἐξαίρεση. Ἀλλά αὐτό θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν ζωή τους γιατί ἔτσι δέν θά μάθαιναν ποτέ νά ἀγωνίζονται. Ἔτσι, γιά τό δικό τους καλό, ἔπρεπε νά φανεῖ αὐστηρός παρά τή θλίψη πού τοῦ προξενοῦσε αὐτή ἡ ἰδέα.
Ἀναζητοῦσε μάταια ἕνα τρόπο νά τούς τό πεῖ. Νά τούς δώσει νά καταλάβουν πώς αὐτή ἡ ἀναγκαία πράξη ἦταν σημαντική γιά τή ζωή τους καί ὄφειλαν νά τή δοῦν ἔτσι, καί μάλιστα νά πάρουν ἀπό αὐτή ἕνα μάθημα πού θά τούς ἦταν πολύ περισσότερο χρήσιμο ἀπό τά μαθηματικά ἤ τή γεωγραφία. Σκέφτηκε πολύ ὥσπου στό τέλος βρῆκε τόν τρόπο. Μετά τό τελευταῖο διάλειμμα τά κάλεσε στήν αἴθουσα καί τούς ζήτησε νά κλείσουν τά βιβλία καί νά τόν ἀκούσουν προσεκτικά.
Τά παιδιά τόν κοίταξαν παραξενεμένα, μά εἶχαν μάθει νά ἀκοῦνε τόν καλό τους δάσκαλο καί νά κάνουν ὅ,τι τούς ζητοῦσε χωρίς ἀντιρρήσεις. Ἔτσι ἔκαναν καί τώρα.
Ὅταν τά βιβλία μπῆκαν στίς τσάντες καί ἔγινε ἡσυχία, ὁ δάσκαλος κατέβηκε ἀπό τήν ἕδρα του, προχώρησε στό κέντρο τῆς αἴθουσας καί μέ φωνή πού ἔτρεμε ἀπό συγκίνηση τούς εἶπε:
«Ἀγαπητά μου παιδιά, ὁ χρόνος αὐτός φτάνει στό τέλος του. Περάσαμε πολλά μαζί, στιγμές ὄμορφες καί στιγμές δύσκολες. Ἐγώ, σάν δάσκαλός σας προσπάθησα ὅσο μποροῦσα μέ ἀγάπη καί σεβασμό σέ σᾶς, νά σᾶς μάθω ὅσα περισσότερα μποροῦσα ἀπό ἐκεῖνα πού θά σᾶς φανοῦν χρήσιμα αὔριο. Ἔκανα κάθε τί γιά νά βάλω στήν ψυχή σας τό σπόρο τῆς Γνώσης, ὅπως ἔκαναν καί οἱ δικοί μου δάσκαλοι πρίν πολλά χρόνια. Τώρα, ἦρθε ἡ ὥρα νά κάνω κάτι ἀκόμα».
Μέ βῆμα σταθερό πλησίασε στήν ἕδρα καί πῆρε ἕναν καθρέφτη πού ἦταν ἐκεῖ. Ὕστερα, τόν σήκωσε ψηλά γιά νά τόν δοῦν ὅλοι, καί πρίν προφτάσουν νά ρωτήσουν τίποτα τά παιδιά πού τόν κοίταζαν ἔκπληκτα, τόν ἄφησε νά πέσει μέ δύναμη στό πάτωμα. Ὁ καθρέφτης, μέ ἕνα δυνατό θόρυβο ἔπεσε στό πάτωμα καί ἔγινε θρύψαλα. Τά παιδιά ἔβγαλαν ἕνα ἐπιφώνημα ἀπογοήτευσης καί στήν τάξη ἐπικράτησε ἀναταραχή.
Ὁ δάσκαλος ὅμως δέν ἐπέτρεψε νά συνεχιστεῖ ἄλλο ὁ θόρυβος.
«Ἡσυχία! Μήν βιάζεστε! Θά σᾶς ἐξηγήσω ἀμέσως! Παρακαλῶ σηκωθεῖτε ἥσυχα – ἥσυχα, πάρτε ὁ καθένας ἀπό ἕνα μόνο κομμάτι καί γυρίστε στίς θέσεις σας.» Τά παιδιά ἔκαναν ὅ,τι τούς εἶπε.
«Τώρα σηκῶστε ὁ καθένας τό κομμάτι πού πήρατε.»
Τά παιδιά σήκωσαν ψηλά τά κομμάτια τους. Τό κάθε κομμάτι ἦταν διαφορετικό ἀπό τά ἄλλα. Ἕνα ἦταν μεγάλο, ἄλλο πιό μικρό, ἄλλο ἀκόμα μικρότερο.
Ὁ καθρέφτης, εἶπε ὁ δάσκαλος, ἦταν ἡ γνώση πού σᾶς πρόσφερα. Ἦταν ἕνα καί μοναδικό κομμάτι μά καθώς ἔπεφτε ἀνάμεσά σας ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς πῆρε ἕνα δικό του. Ἄλλος πῆρε μεγάλο, καί ἄλλος μικρότερο. Αὐτό τό κομμάτι πάρτε το μαζί σας καί φυλάξτε το καλά. Θά εἶναι ἕνα ἐνθύμιο ἀπό τόν δάσκαλό σας καί ἕνα πολύτιμο μάθημα γιά τή ζωή σας.
«Τά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων δέν θά εἶναι καλά γιά ὅλους. Ἄλλος ἀπό σᾶς θά προχωρήσει στήν ἑπόμενη τάξη καί θά συνεχίσει τίς σπουδές του, ἄλλος θά μείνει στάσιμος καί θά ἀναγκαστεῖ ἤ νά ἐπαναλάβει τήν τάξη ἤ νά ἀναζητήσει ἀλλοῦ τήν τύχη του. Δέν πρέπει νά στεναχωρηθεῖτε καλά μου παιδιά γιατί κανένας δέν πάει χαμένος. Ὁ καθένας ἔχει τά δικά του χαρίσματα καί τίς δικές του ἀξίες καί μέ αὐτές ὁδηγό καί τόν Θεό προστάτη του νά βρεῖ τόν δρόμο του. Ἄλλος θά σπουδάσει, ἄλλος θά μάθει Τέχνη, ἄλλος θά γίνει ἀγρότης. Ὅλοι ὅμως θά βροῦν τόν δρόμο τους. Καί σέ αὐτή τήν προσπάθεια κρατῆστε τά λόγια μου καί αὐτό τό κομμάτι τοῦ καθρέφτη καί ὁδηγό.
Πέρασαν χρόνια καί χρόνια. Ποτέ δέν ξέχασα ἐκείνη τή μέρα. Ἤμουν κι ἐγώ ἕνας ἀπό ἐκείνους τούς μαθητές πού ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό σχολεῖο καί νά βγοῦν στή βιοπάλη. Μά τά λόγια τοῦ δασκάλου μου ἔμειναν γιά πάντα χαραγμένα στή μνήμη μου. Κάποια φορά πού εἶχα πάει στό χωριό, εἶδα τό δάσκαλό μου, γέροντα πιά, νά κάθεται στό καφενεῖο. Στήν ψυχή μου κάτι σκίρτησε. Κάθισα καί ἔγραψα αὐτό τό γράμμα γιά ἐκεῖνον τόν σπουδαῖο ἄνθρωπο καί τοῦ τό ἔδωσα μία μέρα στήν πλατεία:
«Ἀγαπημένε μου Δάσκαλε
Πάει καιρός ἀπό τότε πού ἄφησα τά μαθητικά θρανία καί ἴσως νά μή μέ θυμᾶσαι πιά. Μά ἐγώ ποτέ δέν σέ ξέχασα. Θυμᾶμαι ἀκόμη ἐκείνη τήν παραβολή πού μᾶς εἶπες τήν τελευταία μέρα πού πέρασα στήν τάξη μας, τή μέρα πού ἔσπασες τόν καθρέφτη. Πρόλαβα καί πῆρα ἕνα μικρό κομματάκι γιατί τά ἄλλα τά μεγαλύτερα τά πῆραν οἱ συμμαθητές μου. Ὅμως αὐτό τό κομμάτι τό πῆρα μέ λατρεία καί τό ἔβαλα πάνω στήν καρδιά. Τό ἕσφιξα τόπο πολύ πού ἡ χούφτα μου σκίστηκε καί γέμισε αἵματα. Ἡ πληγή δέν μέ τρόμαξε γιατί ἤξερα πώς τά σοφά σου λόγια ξεπερνοῦσαν κάθε πόνο. Προσπαθοῦσα νά καταλάβω τό νόημά τους, αὐτό τό νόημα πού προσπαθοῦσες νά περάσεις σέ ἐμᾶς τούς μαθητές σου.
Τό κομμάτι αὐτό τό ἔχω πάντα μαζί μου. Τό κρατάω σάν φυλαχτό ἱερό. Πολλές φορές τό παίρνω στή χούφτα μου καί τό κοιτῶ καί εἶναι σάν νά βλέπω ἐσένα καί μέσα ἀπό αὐτό ἀκούω τή φωνή σου καί τά σοφά σου λόγια πού μέ βοηθοῦν νά γίνω ἄνθρωπος σωστός καί νά κάνω τό καλό στούς συνανθρώπους μου. Ἤσουν τό δέντρο γιά μένα καί ἐγώ ὁ τυχερός πού δοκίμασα τούς σπάνιους καρπούς τῆς ψυχῆς σου.
Ἐσύ μέ ὁδήγησες! Ἐσύ μου στάθηκες! Τά λόγια σου μέ ἔκαναν νά σταθῶ στά πόδια μου κάθε φορά πού μέ χτύπαγαν οἱ μπόρες. Ἄν γιά τόν Σαμψών ἡ δύναμη ἦταν στά μακριά του μαλλιά, ἡ δική μου δύναμη ἦταν αὐτό τό μικρό κομμάτι τοῦ σπασμένου καθρέφτη. Γί αὐτό καί δάσκαλέ μου τώρα πού σέ εἶδα ξαναένιωσα τήν ἀνάγκη νά σοῦ τά γράψω ὅλα αὐτά καί νά σοῦ πῶ, ἔστω καί μετά ἀπό τόσα χρόνια ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ πού μοῦ ἔδειξες τόν δρόμο αὐτό, πού μέ στήριξες ὅλα αὐτά τά χρόνια καί πού μέ βοήθησες νά γίνω ὅ,τι ἔγινα.»
Ὅση ὥρα ἐκεῖνος διάβαζε ἐγώ ἔμενα στό πλάι σιωπηλός. Παρακολουθοῦσα τά μάτια του πού ἔτρεχαν εὐτυχισμένα δάκρυα. Ὅταν τελείωσε ἔκλαιγε πιά μέ λυγμούς. Σηκώθηκε, μέ ἀγκάλιασε καί μέ φίλησε συγκινημένος. Τότε ἐγώ, πού δέν ἤμουν πιά μικρός μαθητής, ἐγώ πού εἶχα ἤδη τά δικά μου παιδιά ἔκανα αὐτό πού ἡ ψυχή μου ἔλεγε. Ἔσκυψα καί μέ συγκίνηση τοῦ φίλησα τό χέρι.
*Περιοδικό, ‘Τό σχολεῖο καί τό σπίτι’, Μάρτ. 2004