ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ο αναχωρητισμός είναι μια διαχρονική πρακτική του ορθοδόξου μοναχισμού. Μοναχοί επέλεξαν να ζήσουν και να ασκηθούν σε ερήμους, όπου «ενώπιοι ενωπίω» με το Θεό, αγωνίστηκαν να καθαριστούν, να αγιαστούν και να θεωθούν. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Ανδρέας ο Ερημίτης, ο εν Καλάνα του Βάλτου της Ακαρνανίας. Μια μεγάλη ασκητική μορφή, ο οποίος σφράγισε με την πνευματική του ακτινοβολία την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Ελλάδος.
Γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου το 1209. Κάποιοι θέλουν ως πατρίδα του το χωριό Συβίστα της Ευρυτανίας. Καταγόταν από φτωχή αλλά ευσεβή οικογένεια, όπου διαπλάστηκε στην ευσέβεια και την πίστη στο Θεό ο χαρακτήρας του. Από μικρός ήταν αναγκασμένος να εργάζεται σκληρά στα κτήματα του πατέρα του. Ταυτόχρονα φρόντιζε να συχνάζει στην εκκλησία του χωριού και να συμμετέχει με κατάνυξη στις ιερές ακολουθίες.
Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύτηκε μια ευλαβή γυναίκα και απέκτησε πολλά παιδιά, τα οποία φρόντιζε να τα μεγαλώνει με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Να τους βάλλει στην ψυχή τους την πίστη στο Θεό ως το καλλίτερο εφόδιο για μια ευλογημένη ζωή και για τη σωτηρία τους.
Παρ’ όλο ότι επέλεξε τον έγγαμο βίο, ίσως εξαιτίας των συνθηκών της ζωής, μέσα του ποθούσε διακαώς την μοναχική και ιδιαίτερα την ερημική ζωή. Προφανώς, όταν μεγάλωσε τα παιδιά του και έβγαλε τις οικογενειακές υποχρεώσεις, πήρε την άδεια της συζύγου του να γίνει μοναχός. Κάποια από τα συναξάριά του τον θέλουν να εγκαταλείπει και να φεύγει κρυφά από την οικογένειά του. Αυτό δεν είναι επιτρεπτό, διότι ο γάμος είναι ισότιμος με την παρθενία και δεν λύνεται για οποιοδήποτε λόγο, παρ’ εκτός της μοιχείας, ή του θανάτου ενός εκ των συζύγων. Ο Ανδρέας ακολούθησε τη μοναχική ζωή, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του.
Αφού αποχαιρέτισε τη σύζυγό του και τα παιδιά του έφυγε και αναζητούσε κάποια μοναστήρια της περιοχής. Όμως ποθούσε περισσότερο την ερημική ζωή και γι’ αυτό περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο, χωρίς να βρίσκει την ησυχία που επιθυμούσε. Ο διάβολος άρχισε να τον πολεμά με λύσσα, βάζοντάς του σκέψεις να εγκαταλείψει την μοναχική ζωή και την έρημο και να γυρίσει ξανά στον κόσμο. Επίσης οι στερήσεις, η πείνα, το κρύο και οι κακουχίες των ερημιών του έφερναν σκέψεις να εγκαταλείψει την προσπάθειά του και να γυρίσει στο σπιτικό του. Κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν παγίδες του διαβόλου και πήρε την απόφαση να απομακρυνθεί από την περιοχή και να πάει μακριά.
Περιπλανήθηκε για πολύ καιρό και βρέθηκε στην περιοχή του Βάλτου. Αντίκρισε την ψηλή και αγέρωχη οροσειρά των ορέων του Βάλτου, που ονομάζεται Καλάνα και αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί. Κοντά στο χωριό Χαλκιόπουλο, βρήκε μια μεγάλη σπηλιά, προς το βορειοανατολικό μέρος του βουνού, πάνω από τον ποταμό Αχελώο, σε ύψος 1520 μέτρα, για να χρησιμοποιήσει ως κατάλυμα.
Εκεί μέσα στη βαθειά σπηλιά άρχισε τον πνευματικό του αγώνα. Προσευχόταν αδιάλειπτα, αγρυπνώντας, νηστεύοντας και μελετώντας την Αγία Γραφή, συγγράμματα των Πατέρων και βίους Αγίων. Τρεφόταν με καρπούς αγρίων δένδρων, άγρια χόρτα και ρίζες φυτών. Το νερό του προμηθεύονταν από τον Αχελώο, στον οποίο κατέβαινε με μεγάλη δυσκολία, λόγω των απότομων γκρεμών και το δύσβατο του εδάφους.
Έζησε εκεί περισσότερα από τριάντα χρόνια, ανακαινίζοντας, καθαρίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό του με τον πνευματικό του αγώνα. Είχε καθαρθεί από τη χάρη του Θεού και έγινε ο ίδιος κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Είχε να αντιμετωπίσει τις λυσσαλέες επιθέσεις των δαιμόνων, οι οποίοι τον τρομοκρατούσαν, για να φύγει από τον τόπο της μετανοίας του και να γυρίσει στον κόσμο. Όμως ο άγιος έμενε αμετακίνητος και τους αντιμετώπιζε με την προσευχή.
Στην αρχή ήταν άγνωστη η παραμονή του στο απόκρημνο εκείνο μέρος, στους κατοίκους της περιοχής, όμως αργότερα όταν αντιλήφτηκαν την παρουσία του και την αγιότητά του, η φήμη του εξαπλώθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Βάλτου, της Ακαρνανίας, Ευρυτανίας και Άρτας. Πλήθος ανθρώπων πήγαιναν καθημερινά στη σπηλιά να μιλήσουν μαζί του, να πάρουν τις σοφές συμβουλές του και την ευλογία του. Αυτός με ταπείνωση, καλοσύνη, αγάπη και στοργή δέχονταν τον καθένα και μοιράζονταν μαζί του τα προβλήματά του. Είχε γίνει ο πνευματικός οδηγός, ο θεοφώτιστος δάσκαλος και ο γιατρός των ψυχών τους.
Τα χρόνια πέρασαν, η σκληρή άσκηση, οι στερήσεις και οι αντιξοότητες της ερημικής ζωής κλόνισαν την υγεία του. Κοιμήθηκε ειρηνικά, μόνος του, στις 15 Μαΐου 1282, σε ηλικία 73 ετών. Η ψυχή του πέταξε στα ουράνια, στο θρόνο τη μεγαλοσύνης του Θεού, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε ολόκληρη τη ζωή του. Το δε αγιασμένο σκήνωμά του έμεινε μόνο του στη σπηλιά, χωρίς να γνωρίζει κανείς την κοίμησή του.
Όμως ένα λαμπρό υπερκόσμιο φώς έλουζε τη σπηλιά κάθε βράδυ, το οποίο έβλεπαν οι κάτοικοι της αντίπερα χώρας της Ευρυτανίας. Οι ευλαβείς κάτοικοι αναρριχήθηκαν στην απότομη βραχώδη πλαγιά και φτάνοντας στη σπηλιά βρήκαν το ιερό λείψανο να ευωδιάζει!
Το θαυμαστό νέο έφτασε και ως την πόλη της Άρτας, η οποία ήταν την εποχή εκείνη η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και βασίλισσα ήταν η περίφημη, αλλά πολύπαθη Θεοδώρα, η οποία φημίζονταν για την ευσέβειά της. Μάλιστα, μετά την κοίμησή της κατατάχτηκε στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας. Η ευσεβής βασίλισσα, μόλις έμαθε το γεγονός, με τη συνοδεία αξιωματούχων, αυλικών και πολλών πιστών πήγε στη σπηλιά του αγίου και κήδεψε με τιμές το τίμιο σκήνωμά του μέσα στη σπηλιά και έκτισε σε αυτή Ιερό Ναό, στο όνομά του.
Το 1794 ένας ευλαβής κληρικός ο Ιωάννης Γεροδήμος, πήρε άδεια από τον Επίσκοπο Αγράφων Δοσίθεο, στη δικαιοδοσία του οποίου άνηκε τότε η περιοχή, για να κάνει ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων, τα οποία μετέφερε στο Καρπενήσι, όπου τα τοποθέτησε σε πολύτιμες αργυρές θήκες. Κατόπιν τα διαμοίρασε στα διάφορα μοναστήρια της περιοχής (Προυσού, Τατάρνας, Αγίας Παρασκευής Σαρδηνίων, Κοιμήσεως Θεοτόκου Βαρετάδας και Γεννήσεως Θεοτόκου Ρέθα).
Ο άγιος Ανδρέας έχει τη φήμη του θαυματουργού. Έχουν καταγραφεί πλήθος θαυμάτων του.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου, την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του, με λαμπρότητα στο απόκρημνο σπήλαιο του όρους Καλάνα, με την καταπληκτική θέα προς την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, όπου συρρέουν χιλιάδες προσκυνητές, να πάρουν την ευλογία του και να του εναποθέσουν τα προβλήματά τους και να ζητήσουν τις πρεσβείες του στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού.