ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Λίγοι ασκητές της Εκκλησίας μας έχουν τον τίτλο του Μεγάλου. Η Εκκλησία μας υπήρξε φειδωλή στην απόδοση τίτλων, διότι αυτό απαιτεί μεγάλους αγώνες για την υπερνίκηση των παθών και της αμαρτίας. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας, μια κορυφαία πνευματική και ασκητική μορφή.
Γεννήθηκε στη Ρώμη περί το 354 στη Ρώμη από ευσεβείς, ευγενείς και ευκατάστατους γονείς, οι οποίοι τον μεγάλωσαν με ευσέβεια και του πρόσφεραν μεγάλη μόρφωση. Διακρίνονταν για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, το ήθος του και τις αρετές του. Έφηβος ακόμη χειροτονήθηκε διάκονος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Μελετούσε με πάθος την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, ώστε αποκόμισε την κατά Θεόν γνώση, η οποία υπερτερεί της κοσμικής γνώσης. Ως κάτοχος της θήραθεν και της κατά Θεόν γνώσεως κατέστη ένας από τους σπουδαιότερους δασκάλους και παιδαγωγούς της εποχής του.
Στα χρόνια του Θεοδόσιου Α΄ (379-395), ο αυτοκράτορας αναζητούσε έναν καλό παιδαγωγό για τα παιδιά του Αρκάδιο και Ονώριο. Ο πάπας Ιννοκέντιος μαζί με τον βασιλιά του δυτικού κράτους Γρατιανό(375-383), του υπέδειξαν τον Αρσένιο ως τον μόνο κατάλληλο, τον οποίο ο Θεοδόσιος κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές και του επιδόθηκε ο τίτλος του πατρικίου. Τον τιμούσαν ως βασιλοπάτορα και όλοι τον θαύμαζαν και τον επαινούσαν για την πολυμάθειά του και τις αρετές του.
Στο παλάτι ανάλαβε με ευθύνη και σεβασμό προς την υψηλή του αποστολή, την διαπαιδαγώγηση των βασιλοπαίδων, το οποία καθοδηγούσε στην ευσέβεια και την αρετή και τα μυούσε στην θύραθεν και στην κατά Θεόν σοφία. Όμως ο ίδιος δυσφορούσε από την χλιδή, τις πολυτέλειες, τα πλούσια δείπνα και τις ευωχίες του παλατιού. Επίσης τον ενοχλούσε ο θόρυβος της πόλεως και τα άτοπα που έβλεπε. Γι’ αυτό παρακαλούσε το Θεό να τον απαλλάξει από όλα αυτά και να τον οδηγήσει στην ησυχία και την καθαρότητα της ερήμου. Να βρεθεί τρόπος να απαλλαγεί από τα υψηλά του καθήκοντα και να οδηγηθεί σε δρόμο σωτηρίας.
Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές του. Κάποια μέρα άκουσε μια υπερκόσμια φωνή από τον ουρανό, η οποία τον παρότρυνε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να ενδυθεί το ευλογημένο μοναχικό σχήμα. Να αφήσει τον πολύβουο κόσμο και να φύγει στην έρημο γα να βρει τη γαλήνη και την ηρεμία που αποζητούσε. Χωρίς χρονοτριβή, πέταξε τα πολυτελή ενδύματα, μεταμφιέστηκε σε ζητιάνος και έφυγε κρυφά από το παλάτι. Πήρε το πλοίο και κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο, στην κοιτίδα του αναχωρητισμού και του μοναχισμού.
Όταν έφτασε στην Αλεξάνδρεια αναχώρησε για την έρημο, όπου εισήλθε σε κάποια σκήτη και εκάρη μοναχός. Εκεί είχε και δεύτερη θεία εμπειρία. Άκουσε ξανά φωνή από τον ουρανό, η οποία τον συμβούλευε να ασκηθεί με μεγαλύτερη προσπάθεια στην ησυχία και τη σιωπή. Και όντως, σε λίγο χρόνο άρχισαν να διαφαίνονται οι πνευματικοί του καρποί. Διακρίνονταν ανάμεσα στους συνασκητές του για τη σοφία του, την ταπείνωσή του, το ήθος του και τις αρετές του. Είχε καταστεί λαμπρό παράδειγμα για όλους τους αναχωρητές και ασκητές της περιοχής. Γι’ αυτό τον είχαν επιλέξει ως προϊστάμενό τους και καθοδηγητή τους. Οι μοναχοί ζητούσαν τις συμβουλές του στον αγώνα τους κατά των παθών και της αμαρτίας.
Η φήμη της αγιότητάς του έφτασε και στις παρακείμενες πόλεις και τα χωριά της περιοχής, στον οποίο έτρεχε πλήθος κόσμου για να πάρουν τις ευλογίες του, να ωφεληθούν πνευματικά και να τον συμβουλευτούν για κάθε πρόβλημα. Εκείνος ακούραστος και γεμάτος αγάπη δεχόταν τους πάντες. Η φήμη του έφτασε και ως τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας. Ο πατριάρχης Θεόφιλος (385-412) τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και τον συμβουλεύονταν για τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και στις μεγάλες και σοβαρές αποφάσεις του. Μάλιστα αρκετές φορές τον επισκεπτόταν ο ίδιος ο Θεόφιλος στο ασκητήριό του.
Σε κάποια από τις πολλές επισκέψεις του ο Θεόφιλος μαζί με μερικούς ακολούθους του, ζήτησε από τον Αρσένιο να τους πει λόγο πνευματικό και ωφέλιμο. Ο Γέροντας τους ρώτησε: «Αν σας πω κάποιο λόγο θα τον εφαρμόσετε;». Εκείνοι του απάντησαν «ναι». Τότε τους είπε: «όπου ακούτε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος να μην πλησιάζετε». Με αυτόν τον τρόπο τους έδειξε την μεγάλη ταπείνωσή του και τους δίδαξε την αρετή της ταπείνωσης, η οποία είναι για τους ασκητές η πρώτη και μεγάλη αρετή. Τους συμβούλεψε: «όσο μεγάλος είσαι, τόσο περισσότερο να ταπεινώνεις τον εαυτό σου»!
Εφαρμόζοντας την ταπείνωση ο ίδιος απέφευγε τις πολλές επισκέψεις. Μάλιστα με τη συνοδεία των μαθητών του Αλεξάνδρου και Ζωίλου άφησε τη Σκήτη του και κατέφυγε στην Πέτρα, στην Μέμφιδα και μετά στην Κανώπη, όπου συνέχισε την άσκησή του, με αδιάλειπτη προσευχή, νηστεία και αγρυπνία. Ζούσε ως επίγειος άγγελος και ακτινοβολούσε, διότι είχε αξιωθεί της κατά χάριν θεώσεως από αυτή τη ζωή. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 445. Πριν παραδώσει την αγιασμένη ψυχή του στον Κύριο, ρωτήθηκε από τους μαθητές του, που ήθελε να τον ενταφιάσουν. Εκείνος τους απάντησε: «Παιδιά μου δέστε μου ένα σχοινί στα πόδια μου και σύρετέ με στο βουνό και παρατήστε με εκεί». Τόση μεγάλη ήταν η ταπείνωσή του, ώστε δεν ήθελε ευπρεπή κηδεία!
Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Μαΐου. Αποτελεί για τους μοναχούς πρότυπο αγωνιστή κατά των παθών και δάσκαλο της ταπείνωσης. Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης περιγράφει την εμφάνιση του Αρσενίου: «Ξηρός στο σώμα και μακρύς στο μέγεθος. Είχε τα γένια ως την κοιλιά, η μορφή του προσώπου του ήταν αγγελική και σεβάσμια, σαν αυτή του Πατριάρχη Ιακώβ». Τεμάχιο λειψάνου του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Κύκκου, στην Κύπρο.