Φανταστικοὶ
διάλογοι”
παπα-Παῦλος
Καλλίκας
“Ἕνας
ἀλλόθρησκος πλησίασε ἕναν παπὰ καὶ τοῦ εἶπε:
-Συγγνώμη
παπά, ἔχω μία ἀπορία.
-Νὰ
τὴν ἀκούσω, τοῦ ἀπαντᾶ βιαστικὰ ὁ παπάς.
Καὶ
ἄρχισε ἐκεῖνος…
Κάποιοι
ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας σας, σᾶς εἶπαν ὅτι εἶναι ὑπακοὴ ὅταν τηρεῖτε τοὺς νόμους τοῦ
κράτους καὶ τὶς ὑποδείξεις τῶν εἰδικῶν.
Κι
ἐσεῖς ὑπακούσατε.
Οἱ
ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντές σας, μὲ ἐγκυκλίους ἐπέβαλαν τὰ μέτρα σὲ σᾶς τοὺς
παπάδες.
Ὄχι
προσκύνηση εἰκόνων, ἔξω καὶ σὲ σακουλάκια τὸ ἀντίδωρο, ὄχι χειροφίλημα καὶ ὄχι
συνωστισμὸ στὶς…Ἐκκλησίες.
Διέταξαν
περιορισμὸ ἀριθμοῦ ἐκκλησιαζομένων, κλείσανε τὸ ποίμνιο τους ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Καὶ
αὐτὸ τὸ τηρήσατε στὸ μεγαλύτερο ποσοστό. Συγχαρητήρια.
Κάποιοι,
ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας σας πάλι, εἶπαν ὅτι εἶναι ταπείνωση ὅταν φορᾶτε
μάσκα.
Κι
ἐσεῖς ταπεινωθήκατε.
Οἱ
περισσότεροι ἱερεῖς βάλαν πορτιέρηδες στοὺς ναούς τους νὰ φοροῦν τὴν μάσκα σὲ ὅσους
μπαίνουν στὶς Ἐκκλησιές.
Κράτησαν
ἔξω στὸ κρύο καὶ τὴν βροχὴ τοὺς “ἀνυπάκουους”, ἐπιστράτευσαν παπαδιὲς
καὶ νεωκόρους νὰ “συνετίσουν” τοὺς ἀρνητὲς τῆς μάσκας ἐντός τοῦ Ι.
Ναοῦ, κ.α.
Καὶ
αὐτὸ τὸ τηρήσατε στὸ μεγαλύτερο ποσοστό. Συγχαρητήρια.
Κάποιοι,
ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας σας, πίστεψαν ὅτι εἶναι ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο ὅταν
μένετε ἐσεῖς ἀσφαλεῖς (ναὶ τὸ ξέρω, ἀκούγεται λίγο ὀξύμωρο) καὶ ὅτι εἶστε ἐπαινετοὶ
γιὰ αὐτό.
Κι
ἐσεῖς ἀγαπήσατε.
Δὲν
πήγατε Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προστατεύσετε τοὺς γύρω σας, δὲν ἀναπνεύσατε τὸ ὀξυγόνο
ποὺ ἀναπνέατε (ἀφοῦ φορᾶτε τὸ φίμωτρο), δὲν κοινωνήσατε, δὲν ἀγκαλιαστήκατε, ἀναβάλατε
γάμους καὶ βαπτίσεις, δὲν πλησιάσατε τὸν συνάνθρωπό σας, δὲν πήγατε στὴν κηδεία
τοῦ φίλου σας, τοῦ συγγενῆ σας, ἀπομονωθήκατε, διακόψατε τὶς σχέσεις σᾶς ἀκόμη
καὶ μὲ τὰ πρόσωπα τῆς οἰκογένειάς σας κ.α.
Πρώτη
φορὰ τόση ἀγάπη καὶ αὐτοθυσία…γιὰ τὸν συνάνθρωπό σας.
–
Σὲ παρακαλῶ, τὸν διέκοψε ἀπότομα ὁ παπάς, πές μου, ποῦ θὲς νὰ καταλήξεις;
-Νά,
ἀπορῶ … μὲ τόση “ὑπακοή”, “ταπείνωση” καὶ “ἀγάπη”
μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τί ἄλλο περιμένει ὁ Θεὸς ἀπὸ σᾶς νὰ δεῖ;
Ὁ
παπὰς χαμογέλασε καὶ τοῦ ἀπάντησε:
-Φίλε
μου, τέτοια “ὑπακοή”, τέτοια “ταπείνωση” καὶ τέτοια “ἀγάπη”,
δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
ἀλλόθρησκος ἀπόρησε.
-Δὲν
εἶναι τοῦ Θεοῦ;
-Σκέψου
λογικὰ βρὲ ἄνθρωπε. Ἂν ὅλα αὐτὰ ἦταν τοῦ Θεοῦ, θὰ ἤσουν ἀκόμα ἀλλόθρησκος;
Ὁ
ἀλλόθρησκος ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλός…
Σήκωσε
ἀργὰ τὸ βλέμμα του στὸν παπὰ καὶ μονολόγησε:
-Ὄντως…
ἂν ἦταν τοῦ Θεοῦ κι ἐγὼ θὰ ἤθελα… κρίμα.
Καὶ
ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ-ἀργά.