Γράφει
ὁ Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
Οἱ
ἅγιοι ἔνδοξοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη ἔζησαν στὴ μεγαλόπολη
Ἀντιόχεια τοῦ Ὀρόντου, τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας. Καὶ ὁ μὲν Κυπριανὸς ἦταν ἀπὸ
πλούσια καὶ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια καὶ ἄκρως καταρτισμένος στὴ φιλοσοφία,
βυθισμένος ὅμως στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἔκδοτος στὴν τέχνη τῆς
μαγείας. Ἡ Ἰουστίνη, ὀνομαζόμενη ἀρχικὰ Ἰοῦστα, ἦταν νεαρὴ παρθένος μὲ ἐξαίσιο
φυσικὸ κάλλος, κόρη ἑνὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων, ὀνομαζομένου Αἰδεσίου.
Ἀκούγοντας
κάποια μέρα ἡ Ἰοῦστα τὸ εὐαγγελικό κήρυγμα τοῦ διακόνου Πραϋλίου, φλογεροῦ
χριστιανοῦ ἱεραποστόλου, ἐπειδὴ τύγχανε καλῆς προαίρεσης, ἄνοιξαν μὲ τὴ χάρη τοῦ
Θεοῦ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της καὶ πίστευσε ὁλόψυχα στὸν Χριστό.Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη
της πρὸς τὸν Θεὸ τὴ μεταμόρφωσαν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁδήγησε στὸν Χριστὸ τὴ
μητέρα της, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἔπεισε τὸν σύζυγό της νὰ πιστεύσει στὸν ἀληθινὸ
Θεό· καὶ ἔτσι πῆγαν καὶ οἱ τρεῖς στὸν ἐπίσκοπο Ὅπτατο καὶ ζήτησαν νὰ βαπτισθοῦν.
Στὴ συνέχεια, ἡ Ἰοῦστα ἀποφάσισε νὰ ἀφιερώσει πλήρως τὸν ἑαυτό της στὸν Κύριο
καὶ νὰ περάσει τὸν ὑπόλοιπό της βίο μὲ παρθενία, νηστεία καὶ προσευχή.
Ὁ
περίφημος μάγος καὶ εἰδωλολάτρης Κυπριανὸς ὁδηγήθηκε κατόπιν στὴν…πίστη τοῦ Χριστοῦ κι αὐτός, μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο:
Ἕνας νεαρὸς εἰδωλολάτρης, ὀνόματι Ἀγλαΐδας, ἐρωτεύθηκε
σφοδρὰ τὴν Ἰοῦστα.Ἐπειδὴ ὅμως ὅλες του οἱ ἀπόπειρες νὰ ἑλκύσει στὴν ἀγάπη του τὴ
νέα ἀποκρούονταν, ἀπελπισμένος, στράφηκε στὸν Κυπριανό, ζητώντας του ν᾽ ἀνάψει
στὴν καρδιὰ τῆς Ἰούστας μὲ τὶς ἐνέργειες τῆς μαγικῆς του τέχνης τὸν ἔρωτα πρὸς
αὐτόν.
Ἀφοῦ λοιπὸν μελέτησε τὰ βιβλία του, ὁ Κυπριανὸς
ἐπικαλέσθηκε τὰ δαιμόνια, τὶς ὑπηρεσίες τῶν ὁποίων εἶχε ἐξασφαλίσει. Τίποτα ὅμως
δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ προκαλέσει ἁμαρτωλὸ πόθο στὴν κόρη. Τόσο ἔνθερμος ἦταν ὁ ἔρωτάς
της γιὰ τὸν οὐράνιο Νυμφίο καὶ τόσο πύρινη ἡ προσευχή της πρὸς αὐτόν! Τρεῖς φορὲς
ἔστειλε τὰ δαιμόνια στὴν Ἰοῦστα ὁ Κυπριανός, μὰ καὶ τὶς τρεῖς φορὲς ἡττήθηκαν ἀπὸ
τὴν παντοδύναμη χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀήττητο ὅπλο τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, μὲ
τὸ ὁποῖο σφράγιζε τὸν ἑαυτό της ἡ ἁγία παρθένος.
Ἀναγνώρισε τότε ὁ Κυπριανός, ὅτι ἡ πίστη τῶν
χριστιανῶν ἦταν πιὸ δυνατὴ ἀπ’ ὅλα τὰ ἔργα τῆς δαιμονικῆς του τέχνης. Πίστεψε
κι ἐκεῖνος στὸν Χριστό, πῆγε στὸν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο καὶ βαπτίσθηκε, ἐγκατέλειψε τὴ
σκοτεινὴ τέχνη του κι ἔκαψε δημοσίως τὰ βιβλία τῆς μαγείας.
Στὴ
συνέχεια, χειροτονήθηκε βαθμηδὸν διάκονος, πρεσβύτερος καί, τέλος, ἐπίσκοπος, σὲ
διαδοχὴ τοῦ ἐπισκόπου Ἀνθίμου, καὶ χειροτόνησε τὴν Ἰοῦστα διακόνισσα τῆς Ἐκκλησίας,
δίδοντάς της τὸ ὄνομα Ἰουστίνη.
Κατὰ τὸν τελευταῖο μεγάλο διωγμὸ τῶν αὐτοκρατόρων
Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (285-305), τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς δύο καὶ τοὺς ὁδήγησαν
στὴ Δαμασκό, ὅπου τοὺς ὑπέβαλαν σὲ ποικίλα φρικτὰ βασανιστήρια. Τοὺς μετέφεραν
κατόπιν στὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου, μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος
Διοκλητιανοῦ ἀποκεφαλίσθηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ στὸν παραρρέοντα ποταμὸ
Γάλλο.
Τὰ τίμιά τους λείψανα, σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχαῖα
συναξάριά τους, μεταφέρθηκαν στὴν πρωτεύουσα Ρώμη ἀπὸ παρατυχόντες Ρωμαίους
ταξιδιῶτες. Ἀργότερα ὅμως, ὅπως ἔγινε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις (ὅπως μὲ τὰ
λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ποὺ μεταφέρθηκαν κατόπιν ἀπὸ τὴ Ρώμη
στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας), φαίνεται ὅτι τὰ ἅγια αὐτὰ λείψανα ἐπαναπατρίζονται
στήν Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.