Ὑπό
Νικολάου Ξιώνη
Ἀναπληρωτῆ
Καθηγητῆ Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας
Εἰσήγηση στό 18ο
Ἱερατικό Συνέδριο τῆς ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ-10-9-2020 (Περίληψη)
Πρίν
λίγους μῆνες τό ἑλληνικό κράτος μέ τή σύμφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε
τή σφράγιση τῶν ἱερῶν ναῶν, τήν ἀναστολή τέλεσης ὅλων τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί
τήν ἀπαγόρευση τῆς θ. Εὐχαριστίας καί κοινωνίας τῶν πιστῶν. Ὡς πρός τήν ὀρθότητα
αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως καί τό θεολογικό περιεχόμενο τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς,
ἡ ὁποία στηρίζεται σέ μία παραμορφωμένη ἐκκλησιολογία, θά ἦταν σωστό νά ἀφήσουμε
νά μιλήσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἑρμηνεύοντας τή θ. Εὐχαριστία προτάσσει τήν ἔννοια
τῆς Ἐκκλησίας καί ἐξηγεῖ τό περιεχόμενό της, πρίν προχωρήσει στήν ἐπισήμανση
καί ἀνάλυση τῶν συμβόλων της. Σκοπός του εἶναι νά θέσει τό ἑρμηνευτικό πλαίσιο ἀντίληψης
καί κατανοήσης τῆς θ. Εὐχαριστίας καί κατ’ ἐπέκταση ὅλων τῶν μυστηρίων καί ἀκολουθιῶν.
Ἔτσι προτάσσει ὁ ἅγ. Μάξιμος τίς ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις ἑρμηνείας καί ἐπισημαίνει
τήν ἀναφορικότητα τῶν μυστηρίων σέ αὐτήν τήν ἴδια τή φύση τῆς Ἐκκλησίας.
Βασική
προϋπόθεση, λοιπόν, γιά τήν κατανόηση τῆς θ. Εὐχαριστίας εἶναι, κατά τόν Μάξιμο
τόν Ὁμολογητή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τόν τύπο καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ —καί
ὄχι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός κατ’ οὐσίαν,
σύμφωνα μέ τόν Μάξιμο, εἶναι ἡ Ἐκκλησία κατ’ ἐνέργειαν· καί ὅπως ὁ Θεός εἶναι
μία οὐσία, ἔτσι καί ὁλόκληρος ὁ κόσμος δημιουργεῖται καί περικρατεῖται ἀπό τή
θεία δημιουργική πρόνοια, μέσῳ τῆς ὁποίας συνδέεται τό ἕνα δημιούργημα μέ τό ἄλλο
καί ὅλα μαζί μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί τούτη ἡ ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας
πραγματώνεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, διότι μόνον μέσῳ αὐτῆς καί διά τῆς θ. Εὐχαριστίας
καταλύεται κάθε φυσική διαφοροποίηση καί κάθε φυλετική, ἐθνική, προσωπική ἤ ἐπαγγελματική
διαφορά τῶν ἀνθρώπων, καθιστώντας τά πάντα Χριστός.Ἔτσι ἡ θ. Εὐχαριστία δέν
ἀποτελεῖ μία ἁπλῆ τελετή, ἡ ὁποία ἐκφράζει τό θρησκευτικό συναίσθημα τῶν πιστῶν
ἀνθρώπων, ἀλλά σέ αὐτήν ἐμφαίνεται ἡ μία Ἐκκλησία καί πραγματώνεται κατ’ ἐνέργειαν
ἡ θεοποίηση ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.
Βεβαίως
ἡ ἑνότητα αὐτή δέν γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τούς ἀκατήχητους. Ἀναφέρεται στούς
κατηχουμένους καί στούς πιστούς. Ἐπειδή ὅμως οἱ κατηχούμενοι, παρόλο πού
κατανοοῦν τήν ἑνότητα τῆς μίας δημιουργίας καί τῆς κτιστῆς πραγματικότητας μέ
τόν ἕναν Θεό, ἀλλά ἀδυνατοῦν νά μετέχουν σέ αὐτήν, μετέχουν μόνον στό τυπικό
μέρος τῶν ἀναγνωσμάτων καί τῶν ἱερῶν ψαλμῶν καί ἀποκλείονται ἀπό τίς ἱερουργίες
καί θεωρίες τῶν τελείων, δηλαδή ἀπό τή θ. Λειτουργία τῶν πιστῶν. Ἡ διάκριση αὐτή
γίνεται ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τους νά γίνουν “ἑνοειδεῖς”, νά
φθάσουν δηλαδή στήν καθαρότητα ἐκείνη πού θά τούς ἐπιτρέψει νά ὑπερβοῦν τήν ὑλική
καί κοσμική πραγματικότητα καί διερχόμενοι ἀπό τίς φάσεις τῆς θείας ἀποκαλύψεως,
ὅπως αὐτές δηλώνονται μέ τήν ἀνάγνωση τῶν κειμένων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀρχικῶς,
καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, στή συνέχεια, νά μετέχουν τῆς παρουσίας τοῦ ἑνός
Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, τόσο οἱ ἀβάπτιστοι ὅσο καί οἱ κατηχούμενοι ἀποκλείονται ἀπό τή θ.
Λειτουργία τῶν πιστῶν, διότι στεροῦνται τῆς ἐν ὕδατι καί πνεύματι ἀναγεννήσεως,
στεροῦνται τῆς σωματικῆς καθάρσεως καί τῆς ἐν πνεύματι ἀνακαινίσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα
Θεοῦ», ὥστε νά καταστοῦν ἱκανοί νά τραφοῦν μέ «τροφήν ξένην», ὅπως
χαρακτηριστικά ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Καί ἐνῶ οἱ μή χριστιανοί ἀλλά
καί οἱ κατηχούμενοι ἀποκλείονται ἀπό τή θ. Λειτουργία, διότι στεροῦνται τῶν
προϋποθέσεων τῆς θ. Κοινωνίας, τίς ὁποῖες ἐξασφαλίζει τό μυστήριο τοῦ
βαπτίσματος, ἀποτελεῖ ἀντίφαση καί πνευματική «σχιζοφρένεια» γιά τούς
πιστούς καί πολύ περισσότερο γιά τούς ἱερεῖς ἤ τούς ἐπισκόπους, ἡ ἀπαγόρευση
μετοχῆς στή θ. Εὐχαριστία καί στή θ. Λειτουργία, διότι μέ
αὐτόν τόν τρόπο ἐπιστρέφουν στήν προβαπτισματική κατάσταση τῶν κατηχουμένων.
Ὁ
τρόπος ἐπιστροφῆς τῶν πιστῶν χριστιανῶν στήν προβαπτισματική κατάσταση
περιγράφεται ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο στήν Πρός Γαλάτας ἐπιστολή. Ἐκεῖ ἐπισημαίνει
τή μεταστροφή τῶν πιστῶν χριστιανῶν ἀπό τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ σέ ἕνα ἄλλο εὐαγγέλιο,
τό ὁποῖο στηριζόμενο στόν ἰουδαϊκό νόμο παραποιεῖ τό δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ
εὐαγγέλιο.
Αὐτός ὁ τρόπος ἐπιστροφῆς τῶν χριστιανῶν ἀπό
τήν πνευματική κατάσταση τῶν πιστῶν στόν ἠθικό τρόπο ζωῆς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου
δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἐπιστροφή τῶν σημερινῶν χριστιανῶν ἀπό τήν ἐλευθερία τῆς
πίστεως καί τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τή συμβατικότητα τῆς ζωῆς, στήν
προβαπτισματική κατάσταση τῶν κατηχουμένων, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό ἕναν ἠθικό,
κοινωνικό τρόπο συμπεριφορᾶς. Οἱ σημερινοί χριστιανοί καί ἀκόμη
χειτότερο οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἐπίσκοποι, πού ἐμπιστεύονται τό «νόμο» τῶν ἀνθρώπων
(τούς «εἰδικούς» ἐπιστήμονες) καί ἀπορρίπτουν τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί
τήν πίστη στόν ἀληθινό Λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τό νά φοβοῦνται ἐντός τῆς μυστηριακῆς
ζωῆς καί κοινωνίας τή μετάδοση λοιμωδῶν ἀσθενειῶν, ἐπιστρέφουν ὡς σύγχρονοι
Γαλάτες στήν προτέρα κατάσταση τοῦ νόμου τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ
ὁπισθοδρόμηση αὐτή εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς παραποιημένης ἐκκλησιολογίας, ἡ
ὁποία βασίζεται στά νεότερα φιλοσοφικά ρεύματα τῆς Δύσεως καί ἑρμηνεύει τήν Ἐκκλησία
ὡς κοινωνία ἀνθρώπων.
Ἀντιθέτως,
γιά τήν ἐκκλησιολογία τῶν Πατέρων, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει τήν ἐκκλησιαστική σύναξη ὡς
μυστηριακή κοινωνία τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μέ αὐτήν τήν ἴδια
τήν κεφαλή, τόν Χριστό, ἡ παρουσία τοῦ πιστοῦ ἐντός τοῦ ναοῦ σημαίνει τήν ὑπέρβαση
τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, στίς ὁποῖες δέν συμπεριλαμβάνεται μόνον ἡ διαβίωση ἀλλά
καί ἡ σωματική ὑγεία, καί δηλώνει σαφῶς τή συνειδητή μετοχή στήν παρουσία
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ.
Δέν
ἀποτελεῖ μία ἐνθύμιση, ἀλλά ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος «μεταποιεῖται εἰς σῶμα καὶ αἷμα
Θεοῦ», πού σημαίνει ὅτι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἄρτος εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτός
ὁ ἴδιος ὁ οἶνος εἶναι τό αἷμα του, τά ὁποῖα παρέλαβε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἁγία
Παρθένο καί τά ὁποῖα ἑνώθηκαν ἀληθῶς μέ τή θεότητα.
Ὁ
ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, προκειμένου νά ἐμβαθύνει περισσότερο καί ἐξηγήσει τή
μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, δίνει τό παράδειγμα
τῆς φυσικῆς μεταβολῆς αὐτῶν τῶν στοιχείων σέ σῶμα καί αἷμα ἀπό τόν ἐσθίοντα καί
πίνοντα αὐτά. Ὅπως δηλαδή ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός μεταβάλλει τίς τροφές καί τά
διάφορα ὑγρά κατά τή βρώση καί τήν πόση σέ σῶμα καί αἷμα, ἔτσι καί ὁ ἄρτος, ὁ οἶνος
καί τό ὕδωρ διά τῆς ἐπικλήσεως καί ἐποιφητήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταποιοῦνται
σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.
Ἡ
μεταβολή αὐτή διαφέρει ἀσφαλῶς ἀπό τή «μετουσίωση» (Transsubstantiation), ἡ ὁποία
ὑποστηρίζεται ἀπό τούς ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους τά ὑλικά
στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου ἀλλάζουν καί μεταβάλλονται κατ’ οὐσίαν σέ σῶμα
καί αἷμα Χριστοῦ, ἐνῶ τά ἐξωτερικά χαρακτηριστικά παραμένουν ὡς ἔχουν. Ἡ ἐξήγηση
αὐτή ἀπορρίπτεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στή
μεταβολή, πού σημαίνει τήν μεταβολή τῶν ἰδιοτήτων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ αὐτές,
πού φυσικῶς ἔχει ἡ θεότητα καί μετεῖχε καθ’ ὑπόστασιν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ. Ὅταν, δηλαδή, ὁ πιστός κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, δι’ αὐτῶν
κοινωνεῖ τῶν μεταβληθέντων ἰδιοτήτων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου στίς ἰδιότητες τῆς
θεότητος, ἐνῶ ἡ οὐσία αὐτῶν τῶν στοιχείων —σέ ἀντίθεση μέ τή δυτική θεολογία—
παραμένει ἡ ἴδια.
Ἡ
μεταβολή αὐτή γίνεται ἀκριβῶς κατά τόν ἴδιο τρόπο πού μεταβάλλεται τό φθαρτό
καί ἐμπαθές σῶμα σέ ἄφθαρτο καί ἀπαθές, χωρίς τό ἴδιο νά μετουσιώνεται ἀπό
κτιστό, πού εἶναι κατά φύση, σέ ἄκτιστο. Ἔτσι ὁ κοινωνών τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου
κοινωνεῖ τῶν ἰδιοτήτων τῆς θεότητος, οἱ ὁποῖες περιχωροῦνται («κατά
συνανάκρασιν») στά ὑλικά στοιχεῖα, ὅπως συνέβαινε καί στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ, ἡ ὁποία μετεῖχε τῶν θείων ἰδιοτήτων —μέ βάση τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων—
χωρίς ἡ ἴδια νά μεταβάλλεται στήν οὐσία τῆς θεότητος.
Σέ
αὐτήν, λοιπόν, τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ καί τώρα, ὁ πιστός θά
πρέπει νά προσέρχεται στή θεία μετάληψη «μετά παντός φόβου και συνειδήσεως
καθαρᾶς και ἀδιστάκτου πίστεως», διότι δέν κοινωνεῖ ἄρτο καί οἶνο, ἀλλά
κοινωνεῖ τῶν ἰδιοτήτων τῆς θεότητος. Εἰδάλλως, στούς «ἐν ἀπιστίᾳ ἀναξίως»
μετέχοντας, γίνεται κόλαση, πρᾶγμα πού φαίνεται σαφῶς στήν περίπτωση τοῦ Ἰούδα,
στόν ὁποῖον εἰσῆλθε ὁ Σατανᾶς, μόλις κοινώνησε τοῦ ἐμβαπτισμένου ἄρτου ἀπό τόν ἴδιο
τόν Χριστό.
Ἡ
διαφορετική ἐπίδραση τῆς θ. Κοινωνίας δέν σημαίνει φυσικά, ὅτι στή δεύτερη
περίπτωση, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ ἀναξίως τῶν ἀχράντων
μυστηρίων, δέν λαμβάνει τίς σωτηριώδεις ἐνέργειες τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος
τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κολασμός τοῦ ἀνθρώπου κατά τή θεία μετάληψη ὀφείλεται σέ αὐτόν
τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος “ἐμπαίζει” —τρόπον τινά— τόν Θεό,
διότι κοινωνεῖ τῆς σωτηριώδους ἐνεργείας τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου χωρίς νά
πιστεύει καί νά ἀποδέχεται, ὅτι αὐτός τοῦτος ὁ ἄρτος καί αὐτός τοῦτος ὁ οἶνος εἶναι
πράγματι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τό διαφορετικό, ἑπομένως, ἀποτέλεσμα
τῆς θ. Κοινωνίας ὀφείλεται στόν διαφορετικό τρόπο προσέλευσης στό
μυστήριο. Ἐάν προσέρχεται ὁ πιστός μέ δισταγμό καί ἀμφιβολίες, τότε, ἀκόμη
καί στήν περίπτωση πού ἀκολουθεῖ τούς τύπους καί τά ἠθικά σχήματα τῆς
προετοιμασίας τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ, εὑρισκόμενος κατ’ οὐσίαν στήν
προβαπτισματική κατάσταση τῶν κατηχουμένων, ἀδυνατεῖ νά κοινωνήσει τῶν θείων ἰδιοτήτων,
ἀδυνατεῖ νά γίνει «ἑνοειδής», καί ὡς νέος Ἰούδας δίνει τή δυνατότητα κατά τήν
κοινωνία νά εἰσέλθει ὁ Σατανᾶς μέσα του.
Ὡστόσο
ὑπάρχει ἡ πιθανότητα δικαιολογούμενος κάποιος νά ἀντιτάξει καί νά ὑποστηρίξει, ὅτι
ἡ ἀμφιβολία σέ πολλούς χριστιανούς δέν ἀφορᾶ στή θ. Κοινωνία, ἀλλά στόν
συγχρωτισμό τῶν ἀνθρώπων κατά τή συνάθροισή τους ἐντός τοῦ ναοῦ. Τήν
ἀπάντηση σέ αὐτήν τήν ἀντίδραση παρέχει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ
ὁποῖος παραλληλίζει τήν Ἐκκλησία μέ τόν ἕναν Θεό, διότι αὐτή εἶναι κατ’ ἐνέργειαν,
ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός κατ’ οὐσίαν. Ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή, εἶναι μία, διότι κατά τή
σύναξη, ἡ ὁποία δέν εἶναι μία ἁπλῆ συνάθροιση, ἀλλά μυστηριακή κοινωνία Θεοῦ
καί ἀνθρώπων, ἑνώνονται ὅλοι οἱ πιστοί ἐντός αὐτῆς στόν ἕναν “καινό” ἄνθρωπο
ἐν Χριστῷ. Ἡ ἑνότητα αὐτή δέν πραγματώνεται κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ αὐτούς
πού κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί τοιουτοτρόπως
μετέχουν τῶν θείων ἰδιοτήτων, ἀλλά κοινωνοῦν κατ’ ἐνέργειαν, ὅπως ὁ πνευματικός
κόσμος τῶν ἀγγέλων. Τήν ἀπάντηση σέ αὐτήν τήν ἀντίδραση παρέχει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέρθηκε στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας,
παραλληλίζει τήν Ἐκκλησία μέ τόν ἕναν Θεό, διότι αὐτή εἶναι κατ’ ἐνέργειαν, ὅ,τι
εἶναι ὁ Θεός κατ’ οὐσίαν. Ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή, εἶναι μία, διότι κατά τή σύναξη, ἡ
ὁποία δέν εἶναι μία ἁπλῆ συνάθροιση, ἀλλά μυστηριακή κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἑνώνονται
ὅλοι οἱ πιστοί ἐντός αὐτῆς στόν ἕναν “καινό” ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ. Ἡ ἑνότητα
αὐτή δέν πραγματώνεται κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ αὐτούς πού κοινωνοῦν τοῦ σώματος
καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί τοιουτοτρόπως μετέχουν τῶν θείων ἰδιοτήτων, ἀλλά
κοινωνοῦν κατ’ ἐνέργειαν, ὅπως ὁ πνευματικός κόσμος τῶν ἀγγέλων.
Στή
μυστηριακή, ἑπομένως, ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει φθορά, ἀσθένεια ἤ θάνατος. Αὐτά
χαρακτηρίζουν τούς ἀνθρώπους πού διαστρέφουν τήν ἀλήθεια καί ἀρνοῦνται τή
θεότητα, ἐγκλωβιζόμενοι ἐγωιστικῶς στόν ἑαυτό τους, στή δύναμη καί στήν ἐξουσία
τοῦ κτιστοῦ ὄντος. Ὁ θάνατος ἀναφέρεται στούς μή χριστιανούς καί ἀβάπτιστους, οἱ
ὁποῖοι ἀδύναμοι νά φθάσουν στήν ἑνοειδία μέ τόν Θεό, παραμένουν ἄγευστοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
γεγονότος τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, καί ἔτσι ἀποφεύγουν τόν
“συνωστισμό” τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον αὐτή ὅπως καί οἱ ὑπόλοιπες
κοινωνικές συναθροίσεις καί ἐκδηλώσεις ἀποτελεῖ μία ἁπλῆ “συνάθροιση”
ἀτόμων. Ἔτσι ἐμπράκτως ἀρνοῦνται τήν κατ’ ἐνέργειαν μυστηριακή κοινωνία, πού
καθιστᾶ τήν Ἐκκλησία σῶμα Χριστοῦ, καί ὡς ἐκ τούτου ἀρνοῦνται τόν ἴδιο τόν
Χριστό.
Ἡ
ἄρνηση αὐτή εἶναι πολύ πιό σημαντική ἀπό τήν αἵρεση, διότι δέν εἶναι μία ἁπλῆ
διαφοροποίηση ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀποτελεῖ μία διαφορετική ἑρμηνεία
τοῦ δόγματος, ὅπως συμβαίνει μέ τούς αἱρετικούς. Ἡ
ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀμφιβολία καί ἄρνηση τῆς
θεϊκῆς του δύναμης καί ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ἀπόδοση τῶν θαυμάτων στίς
φυσικές δυνάμεις τῶν κτιστῶν ὄντων, ὅπως στήν περίπτωση τῶν Φαρισαίων, ἤ μέ τήν
ἀπόδοση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στό ἀνακαινισμένο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως
συμβαίνει σήμερα στήν ἐποχή τοῦ κορονοϊοῦ, σημαίνει βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι πολύ σοβαρότερη ἀπό τήν αἵρεση. Διότι ὁ
Φαρισαῖος ἤ ὁ κατά τό ὄνομα μόνον χριστιανός δέν προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύσει
τό μυστήριο, ὅπως κάνει ὁ αἱρετικός, ἀλλά ἀρνεῖται αὐτό τό ἴδιο τό μυστήριο,
δέν ἀλλοιώνει τήν πίστη στήν προσπάθειά του νά τήν κατανοήσει, ἀλλά τήν ἀναιρεῖ
ἀντιστρέφοντας τήν ἀλήθεια καί ἀποδίδοντας στά ἔργα τῆς θεότητος ἰδιότητες καί
συνθῆκες τῆς κτιστῆς φύσεως. Αὐτή του ἡ πράξη εἶναι ἔργο δαιμονικό καί ἐκφράζει
τήν ἀπόλυτη πνευματική του διαστροφή καί ὑπαρξιακή του ἀλλοίωση πρός τό μή ὄν
καί τήν ἀνυπαρξία.
Σύμφωνα,
λοιπόν, μέ τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο διατυπώθηκε ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ γιά τό ἀσυγχώρητο
τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φαίνεται σαφῶς ὅτι ἡ βλασφημία
σημαίνει ὄχι μόνον τήν ἀμφισβήτηση τῆς θείας δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν
ἀντιστροφή τῆς ἀλήθειας.
Καί
τοῦτο, διότι στήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός τότε ἐξέβαλλε
τά δαιμόνια καί σήμερα ἀνακαινίζει διά τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τόν κόσμο, οἱ
βλάσφημοι ἀναγνωρίζουν τίς δαιμονικές δυνάμεις καί βλέπουν τή φθορά καί τόν
θάνατο, ἀποκρύπτοντας τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στά «σημεῖα» τῆς θείας ἀποκαλύψεως.
Ἔτσι,
τόσο τότε, κατά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καί σήμερα, κατά τήν ἐποχή τῆς ἀποκεκαλυμμένης
ἀλήθειας καί ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
θά πρέπει πάντοτε νά ἑρμηνεύεται στήν προοπτική τῆς ἀντιστροφῆς τῆς ἀλήθειας,
βάσει τῆς ὁποίας ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται μέ τήν ἀντικατάστασή του
καί τή θεοποίηση τῶν κτιστῶν ὄντων.
Σέ
αὐτήν τήν προοπτική, ἡ ὁποιαδήποτε ἐκδήλωση ἀμφιβολίας καί ὡς ἐκ τούτου ἄρνησης
τῆς σωτηριώδους θείας ἐνεργείας, εἴτε διστάζοντας νά κοινωνήσουμε τῶν
θείων μυστηρίων καί νά συμμετέχουμε στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε
προβληματιζόμενοι καί φοβούμενοι νά ἀποφεύγουμε τόν ἐκκλησιασμό καί τήν
προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων καί λειψάνων ἤ νά χρησιμοποιοῦμε τήν ἰατρική μάσκα ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει τή βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία κατά τόν
λόγο τοῦ Κυρίου, εἶναι ἀσυγχώρητη.
Αὐτό
θά πρέπει νά προβληματίζει τόν σημερινό χριστιανό καί ὅλως ἰδιαιτέρως τούς
κληρικούς καί ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι, οἱ μέν πρῶτοι μέ τή βάπτισή τους στό ὄνομα
τῆς Ἁγίας Τριάδος, οἱ δέ δεύτεροι μέ τή χειροτονία τους ὡς διάκονοι καί ὑπόλογοι
τῆς παρακαταθήκης πού ἔλαβαν, ὄχι μόνον πρέπει νά μήν βλασφημοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα
ἐπιστρέφοντας “ἀνοήτως”, κατά τόν Παῦλο, στήν προβαπτισματική τους
κατάσταση, ἀλλά καί νά προστατεύουν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό μία τέτοια ὀλέθρια
γιά τή ζωή τους πράξη.