Είναι
κάποιες ώρες, που όχι μόνον ο ανθρώπινος λόγος δεν πείθει και δε γίνεται
αποδεκτός από την καρδιά μας, μα ούτε το θεϊκό μήνυμα δεν την αγγίζει, δεν την
παρηγορεί.
Μένει
σκληρή, ξερή, ξένη.
Η
δοκιμασία ίσως ή ο εγωισμός ή η αμαρτία την κρατούν κλειστή, απρόσιτη, χωρίς
φως.
Μοιάζει
ν’ αποδυναμώνεται κι η θεϊκή βουλή ακόμα, για να επηρεάσει, να μεταβάλει.
Οι
σοφοί της ερήμου, που μελετούσαν στο βάθος την ανθρώπινη ψυχή και γνώριζαν τις
θαυμαστές αλλοιώσεις, που κατεργάζεται η γνώση των θείων λόγων, ζωγραφίζουν
ζωηρά κι εκφραστικά τον αγώνα και την πορεία της για την αλλαγή:
«
…Ο λόγος του Θεού απαλός εστιν, η δε καρδία ημών σκληρά ακούων δε ο
άνθρωπος πολλάκις τον λόγον του Θεού ανοίγεται η καρδία αυτού του φοβείσθαι τον
Θεόν …» (Αββάς Ιωάννης).
Είναι
απαλός ο λόγος του Θεού και σκληρή σαν βράχος η ανθρώπινη καρδιά. Όταν μάλιστα
η προσταγή της υπακοής στέκεται αντίθετη στο προσωπικό μας θέλημα και στις
υστερόβουλες βλέψεις μας, τότε μπαίνουμε σε φοβερή κρίση.
Η
άμεση υπακοή στα μικρά και τα μεγάλα στο πρόσταγμα του Κυρίου, προϋποθέτει
αγώνα και χάρη και συνεχή ακρόαση:
«Έλεγεν
πάλιν ο αββάς Ιωάννης η φύσις του ύδατος απαλή εστιν, η δε του λίθου σκληρά το
δε βαυκάλιον επάνω κρεμάμενον του λίθου, στάζον – στάζον τιτρά τον λίθον ούτως
και ο λόγος του Θεού …;».
Ακόμα
και σταγόνα – σταγόνα που στάζει από το κρεμασμένο πήλινο δοχείο, σιγά – σιγά βαθουλώνει
την σκληρή πέτρα.
Έτσι
και την ψυχή ο λόγος του Θεού. Είναι, παρά την απαλότητα και γλυκύτητά του,
δραστικός, δυναμικός, «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν …;».
Όταν
κι εμείς, χωρίς κορεσμό κι αυτοπεποίθηση συγκεντρώνουμε τη σκέψη μας στην
ακρόαση και τη μελέτη του θεϊκού νόμου, Εκείνος μας επισκέπτεται, φωτίζει τη
διάνοιά μας, μας αποκαλύπτει το περιεχόμενο του λόγου Του, απαλαίνει,
μαλακώνει, φωτίζει, παρηγορεί την καρδιά μας.
Κάνει
τη διάθεσή μας «έκπεινη» κι «έκδιψη» για τη θεϊκή αλήθεια! (Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος)