Γράφει ο Κώστας Νούσης, Θεολόγος – Φιλόλογος
Εάν
θέλεις να υποστηρίξεις τη χρήση της μάσκας μέσα στους ναούς, μπορείς να το
κάνεις επιλέγοντας επιχειρήματα ωραιοφανή και πνευματόσχημα.
Το
ίδιο ισχύει για κάθε προεπιλεγμένη θεωρητική στάση και επιλογή. Για παράδειγμα,
μπορείς να επικαλεστείς την αποβολή της μάσκας της υποκρισίας και να αποδεχτείς
την ιατρική συμβουλή περί της μασκοφορίας στις εκκλησίες.
Είναι
δεδομένο πως ό,τι επιλέξεις, μπορείς να το τεκμηριώσεις με τις ανάλογες κοπτορραφές,
ακόμη και μέσα από την ίδια την αγία Γραφή. Προαιώνιο κόλπο των αιρετικών…
Είναι
σεβαστή, βέβαια, κάθε άποψη, ωστόσο θα πρέπει να την τεστάρουμε πάνω στην
κρησάρα της ορθόδοξης παράδοσης, ειδικά όταν πρόκειται για εκκλησιαστικό
ζήτημα.
Για
τον γράφοντα, τα όρια μεταξύ γραφικότητας και βλασφημίας είναι ευκόλως
προσπελάσιμα ένθεν κακείθεν και αυτό φάνηκε στην πρόσφατη φωτογραφία, στην
οποία ρουμάνος κληρικός με μάσκα κοινωνούσε τους πιστούς!
Εάν
και σε αυτό χωράει η πρόκριση των «ιατρικών συμβουλών», τότε δεν χρειάζεται να
διαβάσει κάποιος τη συνέχεια του παρόντος κειμένου.
Το
πρώτο και κυριότερο είναι πως ούτε ιατρικώς έχει γίνει αποδεκτή η ευρεία χρήση
της μάσκας. Το ότι υπάρχει μια επιστημονική μονομέρεια στη χρήση και αποδοχή
συγκεκριμένων επιστημονικών απόψεων, αυτό είναι ζήτημα όχι της παρούσης
διαπραγμάτευσης.
Εάν,
όμως, υποθέσουμε ότι όντως είναι η καλύτερη προστασία από τις μεταδοτικές
νόσους, τότε προκύπτει το πρώτο πρόβλημα – αναφερόμαστε πάντοτε στη θεολογική
πλευρά του θέματος: από δω και στο εξής θα εισερχόμαστε στους ναούς με μάσκες,
επειδή είναι κλειστοί χώροι;
Το
ζήτημα είναι και πολιτικοκοινωνικό, αλλά είπαμε δεν θα το πιάσουμε από κει. Και
διογκώνεται με την απλή σκέψη ότι πάντοτε θα υπάρχει κάτι μεταδοτικό γύρω μας,
όπως η κοινή γρίπη.
Εάν
αποδεχτούμε τη μάσκα στην εκκλησία με «θεολογικά» κριτήρια, τότε απλά
καταρρίπτουμε μια χριστιανική παράδοση αιώνων, κατά την οποία η προσφυγή στη
θεία βοήθεια είναι το μεγαλύτερο φάρμακο ενάντια σε κάθε πανδημία και κάθε
θεομηνία.
Αυτό
φυσικά δεν καταργεί την επιστήμη και τον σεβασμό προς την τελευταία. Απλά
οριοθετεί τις περιοχές δράσης θρησκείας και επιστήμης, για την αποφυγή ανούσιων
συγκρούσεων και παρεξηγήσεων. Κάποτε, λοιπόν, βγάζαμε τα Λείψανα και τα
λιτανεύαμε μαζί με τις ιερές Εικόνες. Κάναμε Ευχέλαια, Παρακλήσεις και
Λειτουργίες, ώστε να μας ελεήσει ο Κύριος και να παύσει τα δεινά.
Τώρα,
όχι μόνο δεν κάνουμε Λειτουργίες και Λιτανείες – προς αποφυγή τάχα συνωστισμού
– αλλά και απαγορεύουμε μέσω της μάσκας την προσκύνησή των φορέων της Χάριτος…
Πόσο πλανιόνταν, φαίνεται, οι αρχαίοι και παλαιότεροι χριστιανοί και πόσο
ξεπεράσαμε εμείς οι σύγχρονοι αυτές τις «προλήψεις» – ο Θεός να μας ελεήσει…
Για
να μη θεωρητικολογούμε συνέχεια, ας δούμε πρακτικά, βήμα βήμα, τη βλασφημία που
διαπράττει ο μασκοφόρος χριστιανός και όσοι τον συμβουλεύουν σχετικά, έστω και
χωρίς να το συνειδητοποιούν. Εισέρχεται ο πιστός στον Ναό. Φοράει τη μάσκα του
ήδη. Πώς θα προσκυνήσει τις εικόνες;
Με
ή χωρίς τη μάσκα; Αν με αυτήν, τότε καλύτερα να μην πλησιάσει καθόλου τις άγιες
εικόνες. Η υπόκλιση είναι κινέζικο ή γενικότερα ξενικό έθιμο. Εμείς
κατασπαζόμαστε τις ιερές εικόνες, πιστεύοντας ακράδαντα στην επιπολάζουσα σε
αυτές Άκτιστη Θεία Χάρη.
Προχωράμε
παρακάτω ακολουθώντας τον μασκοφόρο ορθόδοξο προσκυνητή. Στέκεται με τη μάσκα
του σε κάποια απόσταση από τους γύρω του, οπότε δεν χαιρετάει τους αδελφούς
του, παρά μόνο δια νεύματος ή υποκλίσεως. Η κοινωνία των προσώπων, δομικό
στοιχείο της λατρείας μας, αρχίζει ήδη να αποδομείται μέσα στην περιχαράκωση
μιας καθαρά ατομιστικής ευσέβειας.
Ο
φόβος της ασθένειας και του θανάτου επικρατεί επί της παρούσης Χάριτος στον ναό
και στη θεία λατρεία. Η νίκη του Χριστού επί του θανάτου φαντάζει παραμύθι, εν
τοις πράγμασι τουλάχιστον… Η αυτοαπομονωτική προστασία του εγώ καταργεί κάθε
πίστη και ελπίδα στον Θεάνθρωπο και παραμερίζει απαξιωτικά τον παραπλησίως
συμπροσευχόμενο συνάνθρωπο.
Ήδη
η Εκκλησία μετατρέπεται σε έναν απλό οίκο προσευχής (= Προτεσταντισμός), μακριά
από κάθε μυστηριακή διάσταση, όπως έχουμε στην Ορθοδοξία μας. Και η επόμενη κίνηση,
ευλόγως, προκύπτει από τα πράγματα: το κλείσιμο των ναών ως περιττών και
επικίνδυνων, εφόσον η προσευχή μπορεί να τελεσθεί ατομικά και άρα πιο ακίνδυνα…
Φτάνουμε
στην κορύφωση. Ο Χριστός δια του ιερέως μάς καλεί να κοινωνήσουμε. Η πιο τίμια
και λογική στάση, με βάση τουλάχιστον τα προηγηθέντα, θα ήταν να μην πλησιάσει
ο μασκοφόρος στην κεντρική «εστία μικροβίων», που είναι το κοινό Ποτήριο, η
κοινή Λαβίδα, το κοινό μάκτρο.
Εφόσον
ήδη ο πιστός αυτός «προστατεύθηκε» με τη μάσκα από κάθε πιθανό προηγούμενο
κίνδυνο – ήδη προαναφερθέντων – θα ήταν τουλάχιστον ανακόλουθος εις εαυτόν, να
μην πω σχιζοφρενής, εάν προσέλθει στη θεία Μετάληψη.
Στην
περίπτωση, βέβαια, που πάει να κοινωνήσει με ισχυρή πίστη στα Άχραντα Μυστήρια,
δηλαδή στην Άκτιστη Χάρη που απορρέει εξ αυτών, τότε είναι να απορεί κανείς για
ποιον λόγο δεν εμπιστεύεται ήδη από την είσοδο στον Ναό αυτήν την ίδια Χάρη που
είναι παρούσα στα λείψανα, στις εικόνες κλπ. Εδώ πια η σχιζοείδεια είναι πιο
ορατή…
Οι
θιασώτες τής υπέρ της μασκαράτας θεωρίας εντός των ναών θα επικαλεστούν ωσεί
έσχατον επιχείρημα τον σεβασμό στην επιστήμη με διάκριση και την αποφυγή των
ζηλωτικών – των ημετέρων, υποτίθεται, δηλαδή – ακροτήτων. Όμως, ως
προαπεδείχθη, εκόντες άκοντες οι μασκοφόροι οδηγούνται σε βλάσφημες κινήσεις.
Συνεχίζουμε τη συνοδοιπορία με τον μασκοφόρο αδελφό: αφού κοινωνήσει, τότε θα
πρέπει να ξαναφορέσει τη μάσκα του ή μήπως όχι;
Εάν
ναι, τότε είναι σαν να παραδέχεται ότι ο άρτι εισαχθείς εντός του Χριστός
είναι, αν όχι εστία μόλυνσης, σίγουρα πάντως ανενεργός και αδύναμος να
προστατέψει τα παιδιά του από ένα μικρόβιο! Καλύτερα, λοιπόν, κατά τη γνώμη
μου, αυτός ο χριστιανός να μην πάει να κοινωνήσει καθόλου, έως ότου τοποθετηθεί
ορθόδοξα και με πίστη έναντι των Αχράντων Μυστηρίων. Προτιμότερο ίσως να μην
εκκλησιασθεί καθόλου…
Η
Λειτουργία τελείωσε. Βγαίνουμε σιγά σιγά από τον ναό. Να πάει ο μασκοφόρος
αδερφός μας να πάρει αντίδωρο και να φιλήσει το χέρι του ιερουργούντος; Α πα πα
πα… Με τίποτε! Καταστρέφει ό,τι έχτισε μέχρι στιγμής. Τουναντίον, πρέπει να
φύγει τρέχοντας, χωρίς να ασπαστεί εικόνες και να χαιρετήσει κανέναν εν Χριστώ
αδελφό, εκτός μόνο δι΄ αγκώνων.
Με
λίγα λόγια, ουσιαστικά θα απέλθει ακοινώνητος… Στην επιστροφή στο σπίτι του θα
κατανοήσει, εφόσον είναι εχέφρων και σκεπτόμενος, ότι δεν υφίσταται σοβαρός
λόγος να ξαναπάει σύντομα στην Εκκλησία, εκτός αν έρθει κάποια τεράστια εορτή
τύπου Χριστουγέννων και Πάσχα ή εφόσον δώσει το πράσινο φως ένας Τσιόδρας και
ένας Χαρδαλιάς…
Το
πρόβλημα, θα απαντήσουμε στους πνευστιώντας θιασώτες της (αν)ίερης μασκοφορίας,
δεν είναι η ιατρική σύσταση, αλλά η πίστη μας στην άκτιστη Χάρη του Θεού, στην
οποία «κολυμπάμε» κυριολεκτικά μέσα στους ναούς και στα εν αυτοίς τελούμενα.
Έχει ακούσει ο γράφων ένα κάρο ηλίθια και άσχετα επιχειρήματα, π.χ. ότι μέσα
στον ναό μπορούμε να γλιστρήσουμε, ότι βίασαν οι Τούρκοι τις χριστιανές μέσα
στην Αγια Σοφιά κατά την Άλωση.
Οπότε
ο Θεός δεν μάς προστατεύει πάντοτε εντός του ναού! Ωραία συλλογιστική! Κανείς
δεν μίλησε για μαγική αντίληψη περί των Μυστηρίων και της ενέργειας του Θεού
χωρίς προϋποθέσεις. Εκείνο που δεν έχουν καταλάβει οι κύριοι αυτοί, ωστόσο,
είναι πως απιστούν κατά βάθος στη Θεία Χάρη, στην Άκτιστη Ενέργεια του Θεού.
Και
αυτό, φυσικά, δεν είναι κάτι άλλο παρά Εικονομαχία και Βαρλααμισμός… Φυσικά
και δεν θα εκπειράσουμε τον Κύριο πουθενά, ούτε μέσα στον οίκο του. Όμως και σε
καμιά περίπτωση δεν θα υποστηρίξω θεολογικά τη δική μου υποχονδρία –
μικροβιοφοβία και τον ατομικισμό μου (τον απάλευτο φόβο για τον θάνατο) σε
βάρος της Ορθόδοξης λατρείας, πίστης και παράδοσης.
Ο
άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θεωρούσε βλασφημία την απιστία των συγχρόνων του
στη μέθεξη της Θείας Χάρης και στην όραση του Θεού. Πολύ φοβάμαι ότι το ίδιο,
αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, βιώνουμε και τώρα – «λογικό», πέρασαν και χίλια
χρόνια από τότε – και τούτο είναι, κατά τη γνώμη μου, η βαθύτερη ρίζα των
σχετικών προβλημάτων.
Στην
ουσία, δηλαδή, δεν είμαστε Ορθόδοξοι. Έχουμε πλήρως εκδυτικισθεί και για μας η
Εκκλησία έχει μετατραπεί σε εργαλείο ικανοποίησης των θρησκευτικών μας αναγκών,
μέχρι βέβαια το σημείο στο οποίο δεν ξεβολευόμαστε εν γένει. Και αυτή η νόσος
της απιστίας-βλασφημίας έχει μεταδοθεί και στους ιερωμένους.
Δεν
εξηγείται άλλως η τόσο καρδιακή συμπόρευση ενίων με τις αθεολόγητες και
αντορθόδοξες κρατικές διαταγές των ημερών μας.
Το
παρήγορο είναι ότι, εξαιρουμένων των μεγάλων ναών των αστικών κέντρων, στις
οποίες η διοίκηση είναι πιότερο συμπορευομένη με την κρατική, ο λαός έχει
αγνοήσει επιδεικτικά τη μάσκα και εισέρχεται άφοβα στους ναούς, προκειμένου να
λατρεύσει τον Θεό και να κοινωνήσει.
Ο
ιερέας και ο επίσκοπος είναι πρώτιστα λειτουργοί του Υψίστου και όχι κρατικοί
υπάλληλοι. Φαίνεται το ξεχνάνε συνήθως και προκρίνουν τον διοικητικό τους ρόλο.
Είναι γεγονός, βέβαια, ότι το θέμα που προέκυψε μας ξάφνιασε όλους.
Έτσι
χωράει και πολλή οικονομία. Όχι όμως και βλάσφημη εσωτερική και εξωτερική
συστράτευση με τους άθεους κυβερνώντες, εντός και εκτός Ελλάδας. Στην περίπτωση
αυτή, αντί ανόητων και αθεολόγητων ποιμαντικών πρακτικών και συστάσεων,
κρείττον η σιωπή.
Για
να μην καταστήσουμε τη μασκαράτα εντός των ναών παντελώς άχρηστη (βοούν ήδη οι
επιστήμονες), εξάπαντος δε και άχριστη, όπως βροντοφωνάζει μια ορθόδοξη
παράδοση χιλιετιών…