του Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Βυζαντινής
Ιστορίας
Ζούμε σε τρομερούς καιρούς αποστασίας από τον Θεό, μιας αποστασίας που δυστυχώς έχει επεκταθεί και σε μέγα μέρος του κλήρου
Α |
λλά
και σε καιρούς που έρχονται συγκλονιστικά σημεία άνωθεν (ενδεικτικά θυμίζω την
πυρκαγιά στην Παναγία Βαρνάκοβα, αλλά βεβαίως και τη συνεχή κλιμάκωση των
τουρκικών προκλήσεων), τα οποία δεν βλέπουμε να συγκινούν ούτε τον λαό μας,
αλλά ούτε και τους εκκλησιαστικούς μας ταγούς. Τουλάχιστον όχι με τρόπο που να
τους στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση: της μετάνοιας και της μεταστροφής.
Αντιθέτως,
βλέπουμε εκ μέρους των τελευταίων να συνεχίζεται η ίδια τακτική αυτοδικαίωσης
από τη μια μεριά και επίθεσης από την άλλη σε όσους αρνούνται να ενδώσουν στο
άθλιο μεταπατερικό παραμύθι της τυφλής και άνευ όρων υπακοής-υποταγής του
χριστεπωνύμου πληρώματος σε οδηγούς που μπορεί και να είναι πλέον «μωροί και
τυφλοί», συνεπώς δε και πνευματικά ολέθριοι.
Και δεν μιλάμε μόνο για ειρωνίες,
προπηλακισμούς και άλλες λεκτικές επιθέσεις, αλλά και για απειλές ή και
κανονικές διώξεις προς μοναχούς, ιερείς και λαϊκούς (π.χ. ψάλτες) που
«τόλμησαν» να ασκήσουν κριτική σε επισκόπους για τη στάση τους σε μείζονα
θέματα πίστεως, όπως ο Οικουμενισμός, η κοινωνία με αιρετικούς και σχισματικούς
(βλ. Ουκρανική ψευδοεκκλησία) και η νεοβαρλααμική βλασφημία που ζούμε το
τελευταίο τρίμηνο με τους κλειδαμπαρωμένους (και μετά αποστειρωμένους) ναούς –
και μαζί όσα αποτρόπαια βλέπουμε να γίνονται σχετικά με τη Θεία Κοινωνία σε
ορθοδόξους ναούς του εξωτερικού (αλλά όπως έχω εξηγήσει σε πρόσφατο άρθρο είναι
πιθανότατο να τα δούμε σύντομα και στη χώρα μας).
Όσα κι αν λένε όμως οι εν πλάνει τελούντες
κληρικοί (και οι θολολόγοι λαϊκοί συνοδοιπόροι τους), ούτε το παραμικρό αλάθητο
έχουν οι επίσκοποι, ούτε η υπακοή προς αυτούς μπορεί να είναι απροϋπόθετος, ενώ
και η υπεράσπιση της πίστης απέναντι σε κακόδοξους επισκόπους όχι μόνο δεν
απαγορεύεται, αλλά είναι και καθήκον όλων.
Ανυπόστατη λοιπόν κατ’ αρχάς η κατηγορία περί αντικανονικής αντίδρασης
στους επισκόπους, στους οποίους δήθεν οφείλουμε πλήρη υπακοή. Έως και ότι
αποτελεί παναίρεση το να μην υπακούεις τον επίσκοπό σου (!!!) ακούσαμε από τα
χείλη κάποιων ελλαδιτών μητροπολιτών. Θυμίζω όμως πολύ απλά ότι το εκκλησιαστικό
μας διοικητικό σύστημα είναι μεν επισκοπικό, αλλά όχι…χουντομοναρχικό, όσο και
αν αρκετοί μητροπολίτες το εκλαμβάνουν και το εφαρμόζουν ως τέτοιο (και ειδικά
τον τελευταίο καιρό όπου – με τη βαρύτατη προσωπική και θεολογική συνευθύνη του
μητροπολίτη Ναυπάκτου – έχει δυστυχώς αναπτυχθεί μία στρεβλή εκκλησιολογία σε
βάρος της συνοδικότητας και υπέρ απόψεων που όλο και περισσότερο θυμίζουν το
παπικό αλάθητο).
Ένας πατριάρχης όμως ή ένας επίσκοπος είναι
σαφέστατο ότι δεν δικαιούται να κάνει τα πάντα και ο έλεγχός του από
οποιονδήποτε κληρικό (από την απλή διαμαρτυρία έως την διακοπή μνημόνευσης)
ειδικά για πολύ συγκεκριμένες πράξεις όπου τεκμηριώνεται κακοδοξία και αίρεση,
όχι μόνο δεν είναι αντικανονική, αλλά αποτελεί και ηθική υποχρέωση, καθώς και
πράξη κατοχυρωμένη πάνω στους Ιερούς Κανόνες.
Εντελώς αβάσιμοι συνεπώς οι ισχυρισμοί περί της εν πάση
περιπτώσει οφειλόμενης υπακοής. Οφείλουμε μάλιστα να πούμε ότι ο έλεγχος των
επισκόπων αποτελεί δικαίωμα αλλά και υποχρέωση όχι μόνο των κληρικών, αλλά και
ημών των λαϊκών. Κατοχυρωμένη υποχρέωση πολλαπλώς, από τον ίδιο τον Απόστολο
Παύλο (που ορίζει ρητά στην «Προς Γαλάτας» προς το απλό ποίμνιο ότι αν έρθει
κάποιος στο μέλλον, ακόμη και άγγελος εξ ουρανού, και τους πει καινά πράγματα,
αυτός «ἀνάθεμα ἔστω») έως τον Μέγα Αθανάσιο και άλλους μεγάλους Πατέρες.
Ενδεικτικά μάλιστα θα θυμίσω πως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αλλά και ο άγιος
Νικηφόρος ο Ομολογητής λένε ρητά ότι και ελάχιστα άτομα να κρατήσουν ακέραιη
την Ορθή Πίστη, αυτά μόνο θ’ αποτελούν την Εκκλησία του Χριστού, χωρίς να
διευκρινίζουν αν είναι αυτοί θα είναι κληρικοί ή λαϊκοί.
Θα
θυμίσω επίσης την περίφημη φράση του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς ότι όταν η
Εκκλησία απαγορεύσει στην απλή γιαγιά να ελέγχει τον επίσκοπό της, αυτό θα
σημάνει το τέλος της Εκκλησίας. Θυμίζω όμως ακόμη και την προόραση του Αγίου
Ιωάννη Μαξίμοβιτς ότι στα δύσκολα χρόνια που έρχονται η αίρεση θα έχει τόσο
εξαπλωθεί που οι πιστοί δε θα βρίσκουν ιερέα να τους προστατέψει από την πλάνη,
οπότε πλέον οδηγός τους θα είναι τα κείμενα των Αγίων Πατέρων και ο κάθε πιστός
θα είναι πια υπεύθυνος για όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Μετά από όλα αυτά πώς
είναι δυνατόν να απαιτούν κάποιοι να υπακούμε αδιαμαρτύρητα πασιδήλως
πλανεμένους ιεράρχες, που αντί να ορθοτομούν λόγον αληθείας, σκανδαλίζουν τον
λαό εκφέροντας λόγον κακοδοξίας και ψεύδους;
Οπότε έτσι φυσικά ανατρέπεται και η κατηγορία ότι δεν
πρέπει να κρίνουμε δημόσια τους ιεράρχες μας, επειδή αυτό δείχνει έλλειψη
σεβασμού και επειδή δήθεν σκανδαλίζεται και πολύς κόσμος. Κατ’
αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι εδώ δεν μιλούμε για κρίση και ιεροκατάκριση, αλλά
για έλεγχο περί πλάνης και αιρέσεως. Επ’ αυτού έχουμε κάθε δικαίωμα, αλλά και
υποχρέωση, όπως ξεκαθαρίζει και πάλι ο Ιερός Χρυσόστομος, αλλά και έτεροι
μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας (σε προσεχές άρθρο θα έχουμε την ευκαιρία να
πούμε περισσότερα, βασισμένοι στα ίδια τους τα λόγια). Από εκεί και πέρα η
άποψη ότι σκανδαλισμό επιφέρει ο έλεγχος του σκανδαλοποιού και όχι ο ίδιος ο
σκανδαλοποιός, δεν αντέχει στην παραμικρή κριτική. Αντίθετα η δημοσιοποίηση των
αιρετικών τερατουργημάτων που ολοένα και περισσότερο εκπορεύονται από τα χείλη
υψηλόβαθμων ρασοφόρων, καθώς και η δημόσια ανασκευή τους, αποτελούν υποχρέωση
και καθήκον όσων κατέχουν κάποιες θεολογικές γνώσεις έναντι των πλέον αδαών, με
στόχο να οικοδομούνται οι τελευταίοι στην αλήθεια και να μην παρασύρονται.
Όσον αφορά δε τα περί ελλείψεως σεβασμού, η αλήθεια
είναι ότι ασφαλώς και σεβόμαστε το σχήμα τους – και μάλιστα προφανέστατα πολύ
περισσότερο απ’ όσο οι ίδιοι. Από εκεί και πέρα όμως πόσο μπορείς να σιωπάς
απέναντι σε κληρικούς που παλινδρομούν επί δεκαετίες ανάμεσα στη δυσσεβή
νεωτερικότητα (απαλλαγή από τα ράσα, μεταφράσεις στη λατρεία κλπ) και την πλέον
βέβηλη βλασφημία (συμπροσευχές και κάθε λογής ακόμη επαφές και συμμίξεις με
κατεγνωσμένους αιρετικούς, αλλά και αλλοθρήσκους), προκαλώντας με συνεχείς
νεοεποχίτικες δηλώσεις και πράξεις;
Και
πόσο μπορείς να σιωπάς με όσα απερίγραπτα βλέπουμε ειδικά τους τελευταίους
μήνες, με το Ουκρανικό ψευδο-αυτοκέφαλο, με τα συλλείτουργα πολλών ιεραρχών μας
με σχισματικούς, καθηρημένους και αχειροτόνητους ψευδοκληρικούς και επίσης με
τη συνεχή βλασφημία και προσβολή του Θεού εξ αφορμής της δήθεν πανδημίας;
Οφείλουμε να προσευχόμαστε ο Θεός να τους φωτίζει και να τους χαρίζει επιστροφή
και μετάνοια, αλλά όσο αυτό δεν συμβαίνει και ο σκανδαλισμός που προκαλούν
κλιμακώνεται, είναι προφανές πως οφείλουμε και να αντιδρούμε. Άλλωστε «οἱ μὴ ὁργιζόμενοι
ἐφ’ οἶς δεῖ, ἠλίθιοι δοκοῦντες εἶναι».
Και φυσικά ουδεμία πρόθεση έχουμε να
γίνουμε κριτές και τιμητές των πάντων (γιατί την ακούμε ενίοτε και αυτήν την
κατηγορία, όταν καυτηριάζουμε τους λόγους και τις πράξεις οικουμενιστών
ιεραρχών, ακόμη και τα acta φρικωδών ψευδοσυνόδων όπως αυτή της Κρήτης). Φυσικά
όμως και αυτή η κατηγορία αρύεται εκ του πονηρού και είναι απολύτως υποκριτική.
Κατ’ αρχάς, η ιδιότητα του τιμητή εκ των πραγμάτων περικλείει οίηση και έπαρση.
Η οίηση όμως χαρακτηρίζει εκείνους τους αγαπολόγους παραληροθεολογούντες (της
«μεταπατερικότητας» και του νεωτερικού αναθεωρητισμού), εκείνους δηλαδή που
δογματίζουν καινά σημεία (και…τέρατα), θεωρώντας εαυτούς ουσιαστικά ανώτερους
των αγίων Πατέρων, των Ιερών Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως.
Εμείς
αντιθέτως εμμένουμε σε αυτούς (αρνούμενοι να αλλάξουμε έστω και ένα «ιώτα»),
στάση εξ ορισμού ταπεινή. Μπορεί να έχουμε (και έχουμε) χίλια δυο ελαττώματα ως
άνθρωποι, αλλά αυτό το συγκεκριμένο είναι ταπεινό. Πέραν αυτού δε, καθόλου δεν
«κρίνουμε τους πάντες». Απλώς εκθέτουμε τη θέση μας πάνω σε εξόφθαλμα γεγονότα
βέβηλης διαστρέβλωσης της πίστης μας από συγκεκριμένα πρόσωπα που τη
διαστρεβλώνουν. Αν για κάποιους δεν είναι εξόφθαλμα, το πρόβλημα τυγχάνει
αποκλειστικά των οφθαλμών τους. Όχι των δικών μας.
Όσο για κάποια ακόμη αγαπημένα «επιχειρήματα» ορισμένων οπαδών της τυφλής
υπακοής (αλλά και ενίων δήθεν διαλλακτικών και ουδέτερων) ότι δεν πρέπει να
αντιδρούμε, γιατί όσο φωνάζουμε, διαφημίζουμε το θέμα, ή ότι πρέπει να κάνουμε
μόνο προσευχή και ο Θεός θα δώσει λύση και θα δείξει την αλήθεια, είναι επίσης
προφανές πόσο αβάσιμα είναι. Γιατί φυσικά, ως προς το θέμα της προσευχής,
ασφαλώς και είναι το πρώτιστο και ουδείς αμφισβητεί τη σημασία της. Όμως ο Θεός
μάς έδωσε και νουν του συνιέναι και οφθαλμούς του οράν και στόμα του λαλείν.
Και εδώ ισχύει το ευαγγελικό «καὶ ταῦτα δεῖ ποιῆσαι κἀκεῖνα μη ἀφιέναι».
Αν
δεν μιλήσουμε και δεν αντιδράσουμε την ώρα που διώκεται η πίστη μας, θα είμαστε
αναπολόγητοι απέναντί Του. Τέτοιες παθητικές και αποστασιοποιημένες λοιπόν
στάσεις δεν μπορούν να αφορούν σε κανένα πραγματικό ορθόδοξο χριστιανό, ειδικά
στους σημερινούς κρίσιμους χρόνους. Οι ίδιοι οι Πατέρες είναι ξεκάθαροι και
κατηγορηματικοί επ’ αυτού (όπως προαναφέρθηκε, θα το δούμε και λεπτομερέστερα
σε επόμενο άρθρο).
Όσον αφορά δε τέλος τη ρήση ότι αν δεν μιλάς
για κάτι, δεν το διαφημίζεις κι έτσι… ασημαντοποιείται, πρόκειται πολύ απλά για
προκάλυμμα δειλίας. Με την «λογική» αυτή δεν θα μιλούσαμε ποτέ και για τίποτε
(είτε για την πολιτική κατάντια του τόπου, είτε για τον αποχριστιανισμό της
πατρίδας μας, είτε για τον αφελληνισμό της εκπαίδευσης, είτε για την πληγή της
λαθρομετανάστευσης, είτε για οτιδήποτε άλλο). Αντίθετα, για όλα οφείλουμε να
αντιδρούμε – και πολύ περισσότερο βέβαια για το μείζον θέμα της πίστης μας και
τη λυσσαλέα απόπειρα νόθευσής της από τα χαλκεία της παναίρεσης του Οικουμενισμού.
Ή μήπως δεν τη θεωρούν παναίρεση (ή ούτε καν αίρεση) όλοι αυτοί οι
«μετριοπαθείς»;
Ας αντιστρέψουμε λοιπόν την κατάσταση, ας πάψουμε να κρατάμε αμυντική στάση
απέναντι στο θράσος τους και ας τους απευθύνουμε την παραπάνω ερώτηση ευθέως.
Είναι καιρός που όλοι θα κληθούμε και θα πάρουμε θέση, τέλος πια με τα μισόλογα
στις σκιές. Εδώ υπάρχει ένα τεράστιο απόστημα, που απλώνεται και τρώει τις
σάρκες μας. Απέναντι σε αυτό, κανείς δεν έχει πια το δικαίωμα να παραμένει
σιωπηλός…