Γιώργος Παύλος
π. καθηγητής Φυσικής και Φιλοσοφίας ΔΠΘ
Τι είναι η Εκκλησία. Δεν υποκαθίσταται η Εκκλησία μέσω του Διαδικτύου.
Χωρίς
σωματική επαφή με το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας αυτό είναι
εκκλησιαστική αναπηρία.
Στην πρόσφατη καθιέρωση μέτρων για την
υποτιθέμενη πανδημία αναπτύχθηκε μια νέου είδους εκκλησιολογική θεωρία. Πως η
Εκκλησία μπορεί να πραγματοποιεί τον εαυτό της διαδικτυακά και μέσω της
μεταφερόμενης εικόνας. Όμως αυτό δεν είναι Εκκλησία, είναι καρικατούρα και
αχρήστευση της Εκκλησίας.
Βεβαίως
το Διαδίκτυο και η μεταφερόμενη εικόνα μέσω τηλεοράσεων δίδει μια μικρή
παρηγοριά σε όσους ανθρώπους έχουν καθηλωθεί από ασθένειες και δεν μπορούν να
μετακινηθούν. Προσοχή. Όχι επειδή απαγορεύεται η μετακίνηση των για να μην
μεταδώσουν ασθένειες, αλλά διότι αδυνατούν οι ίδιοι.
Όμως η
Εκκλησία πραγματοποιείται μόνο άμεσα και σωματικά ως Μυστηριακή προέκταση στον
χώρο και στον χρόνο του Μυστικού Δείπνου του Χριστού. Οι άνθρωποι πρέπει να
αποφασίσουν να συμμετάσχουν με το σώμα
τους και με την ψυχή τους στη Θεία Λειτουργία. Ο Χριστός και η Εκκλησία Του
δεν φοβούνται τις ασθένειες και τις μολύνσεις. Ο Χριστός δεν αρνήθηκε να
προσεγγίσει τους λεπρούς και να τους θεραπεύσει. Οι συγγενείς του παραλυτικού
χάλασαν την σκεπή του σπιτιού για να κατεβάσουν τον άρρωστο και παράλυτο
άνθρωπο με το κρεβάτι του μπροστά στον Χριστό.
Η Εκκλησία είναι Μυστήριο σώματος και πνεύματος. Και αυτό το ζωηφόρο
Μυστήριο δεν αναιρείται λόγω των ασθενειών και των μολύνσεων. Διότι το Μυστήριο
της Εκκλησίας είναι ο Ίδιος ο Χριστός, που είναι Παρών εν Αγίω Πνεύματι στην
Θεία Λειτουργία και σε όλα τα εξ αυτής απορρέοντα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Όταν
μπαίνουμε στην Θεία Λειτουργία, με πίστη και Έρωτα Χριστού εισερχόμεθα ουσιωδώς
και σωματικώς στην Ελευθερία της Βασιλείας του Θεού. Εάν μας κυριαρχεί ο φόβος των ασθενειών και
των μολύνσεων, τότε αγνοούμε παντελώς τούτο το Μυστήριο. Χωρίς την σωματική παρουσία του λαού στην
Θεία Λειτουργία αναιρείται το Μυστήριο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία χωρίς τον
λαό της, χωρίς τη σωματική παρουσία του λαού της ακρωτηριάζεται,
αχρηστεύεται και καθίσταται ανάπηρη.
Όσοι φοβούνται τα μικρόβια και τις ασθένειες αγνοούν το μυστήριο της Εκκλησίας
και του Χριστού. Με πίστη κινούμεθα και ζούμε και υπάρχουμε. Με πίστη μπαίνουμε
στην Εκκλησία και στην Θεία Λειτουργία. Εάν έχουμε αληθή πίστη, τότε ο Χριστός
μπορεί να παύει κάθε ασθένεια κάθε θάνατο και κάθε πειρασμό. Η αποδοχή από την
ιεραρχία της Εκκλησίας των μέτρων αυτών του κορωνοϊού έδειξαν πως στιγμιαία
απωλέσαμε την πίστη μας και προδώσαμε τον Χριστό.
Η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν πρέπει
να ξαναυποκύψει σε μέτρα αντισυνταγματικά κατ’ ουσίαν, που αναιρούν την
υπόσταση της Δημοκρατίας, αλλά και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όπως η απαγόρευση της Θείας Λειτουργίας, της
Θείας Κοινωνίας, η πλήρης αστυνόμευση και ο έλεγχος της ελληνικής κοινωνίας και
η οικονομική καταστροφή του λαού μας. Ιδίως η Εκκλησία πρέπει να αντισταθεί με
κάθε τρόπο στα επερχόμενα μέτρα υποχρεωτικών εμβολιασμών και εμφύτευσης με το
εμβόλιο μικροτσίπ για την πλήρη ξένη
εξουσία, σώματι και ψυχή, επί των ανθρώπων.
Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να αντισταθεί
και να προστατέψει τον ελληνικό λαό ως προς την κατάργηση της ελευθερίας των
ανθρώπων είτε μέσω αχρήματης οικονομίας, είτε μέσω πλασματικών πανδημιών,
είτε μέσω ψυχοσωματικού ελέγχου και χειραγώγησης
από οποιονδήποτε το επιχειρεί ακόμη και για το καλό μας. Η Εκκλησία οφείλει
να προστατεύσει το πολυτιμότερο αγαθό του Θεού στον άνθρωπο, που δεν είναι άλλο
από το αυτεξούσιο και την προσωπική ελευθερία του. Οποιαδήποτε άλλη στάση και συμμετοχή της
εκκλησιαστικής ιεραρχίας σε μεθοδεύσεις της πολιτείας και διεθνών οργανισμών
για τον έλεγχο επί των σωμάτων και των ψυχών των ανθρώπων, θα την φέρει αντιμέτωπη με τον ίδιο τον λαό
και θα την καταστήσει εχθρό του λαού αλλά και του Χριστού.
Μετάνοια Προσευχή και Σωτηρία. Η Ορθόδοξη
εκδοχή των.
Ο κορωνοϊός μας αποκάλυψε τα θεολογικά κενά,
τόσο ως εκκλησιαστική ιεραρχία όσο και ως ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και ως
καθημερινή ποιμαντική. Διότι τόσο εύκολα προσπαθήσαμε να δικαιολογήσουμε με πρόχειρες
θεολογικές ερμηνείες τα μέτρα αποχής του λαού από το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας και της Θείας Λειτουργίας. Ακούσαμε από επίσημα πρόσωπα σε κάθε
περίπτωση για την ανάγκη μετάνοιας ενώ συγχρόνως υιοθετούσαν οι ίδιοι άνθρωποι
την κατ’ οίκον εκκλησία και αποδεχόντουσαν πως μέσα στην Εκκλησία κυκλοφορούν
ασθένειες μεταδοτικές. Έτσι πολύ αβασάνιστα ακούμε από επίσημα χείλη
εκσυγχρονισμούς στον τρόπο μετάδοσης της Θείας κοινωνίας αλλά και στην
υιοθέτηση της διαδικτυακής μετοχής στο μυστήριο της Θείας Λειτουργίας, αφού για
κάποιους δεν χάνουμε και τίποτε αν απέχουμε σωματικά από την Θεία Λειτουργία.
Θα είναι
άκρως ωφέλιμο και διδακτικό αν κάποιοι ασχοληθούν να συλλέξουν όλα όσα
ακούστηκαν αυτό τον καιρό από επώνυμους και άλλους υπεύθυνους για να δικαιολογηθεί
η εύκολη αποδοχή των μέτρων του κορωνοϊού από την εκκλησιαστική ηγεσία. Έτσι θα
φανεί περίτρανα το θεολογικό κενό των υπευθύνων που έσπευσαν να κάνουν υπακοή
σε μια Πολιτεία άκρως εχθρική προς την Εκκλησία και προς την δημοκρατία.
Όμως με όλα αυτά τίθεται το ουσιώδες ερώτημα περί μετανοίας,
περί προσευχής και περί σωτηρίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και Θεολογία. Εδώ μόνο
συνθηματικά θα ασχοληθούν με το καίριο αυτό ζήτημα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία
προφανώς δεν είναι θρησκεία. Και προφανώς οι θεολογικοί αυτοί όροι μετάνοια,
προσευχή, σωτηρία δεν αντιστοιχούν με τίποτε σε θρησκευτικές κατηγορίες που
εξυπηρετούν συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες θρησκευόμενων ανθρώπων. Για
αυτό, όσο και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, έχουμε σοβαρή εκκλησιολογική και
θεολογική αίρεση, όταν αντιλαμβανόμαστε τις έννοιες αυτές ως απλώς θρησκευτικές
έννοιες αντίστοιχες είτε με άλλες μορφές χριστιανικών θεωρήσεων η και άλλες
θρησκευτικές παραδόσεις.
Στην
Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υφίσταται δυνατότητα προσευχής, μετανοίας και σωτηρίας
έξω από την Θεία Λειτουργία και επομένως έξω από τον Χριστό. Όπως δεν
υφίσταται αληθινός Θεός έξω από τον Χριστό. Όταν ο Χριστός μας γνωστοποιεί πως
Εγώ είμαι η Αλήθεια η Οδός και η Ζωή, πως άνευ εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν και
πως ουδείς δύναται να πάει στον πατέρα μου χωρίς εμένα.
Το «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια
καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ»
(Ἰω. 14, 6) μας αποκλείει οιαδήποτε δυνατότητα
σχετικοποίησης του Προσώπου Του και της Εκκλησίας Του.
Μόνο εντός της Θείας Λειτουργίας είναι δυνατή η
γνώση του Θεού και η ένωση με τον Θεό εν Χριστώ και δια του Χριστού. Γι’ αυτό
επείγει να σταματήσει άμεσα κάθε σχετικοποίηση των πραγμάτων αυτών, όπως
παρατηρήσαμε να συμβαίνει με την εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά και άλλα σημαίνοντα
εκκλησιαστικά πρόσωπα, με την αφορμή του κορωνοϊού. Είναι εντελώς αιρετική
και μη Ορθόδοξη διδασκαλία η διδασκαλία περί μετανοίας προσευχής και σωτηρίας
εάν αυτά δεν ταυτίζονται με το πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός μας
αποκαλύπτει την αληθή προσευχή, την αληθή μετάνοια και την αληθή σωτηρία
αποκαλύπτοντας μας το δικό Του Θείο και Θεανθρώπινο πρόσωπο και υπόσταση.
Γι’ αυτό οποιαδήποτε διδαχή, προσευχή και
μετάνοια που παρακάμπτει το πρόσωπο του Χριστού είναι πλάνη και αίρεση, όσο
χριστιανική και αν φαίνεται. Ουδείς μπορεί να προσευχηθεί αληθώς, να μετανοήσει
αληθώς και να σωθεί αληθώς εκτός της Θείας Λειτουργίας. Γι’ αυτό ο Θεός από
άπειρη αγάπη μας έστειλε τον κορωνοϊό, για να μας προφυλάξει από μεγάλες πλάνες
και αιρέσεις όπως αυτές του Πάπα, των προτεσταντών και λοιπών αιρέσεων και
αιρετικών, που εγκυμονούνται τα τελευταία χρόνια σε ορθόδοξους κύκλους. Όπως
συνέβαινε και κατά την περίοδο της επικείμενης άλωσης της Πόλης, όπου η
Ορθόδοξη Εκκλησία είχε στιγμιαία και επικίνδυνα υποταχθεί στην Πολιτεία και
ακολούθως δι’ αυτής στην παπική αίρεση.
Αυτό προφανώς δεν πρέπει να συμβεί σήμερα εάν θέλουμε να μην συμβεί και η
επικείμενη καταστροφική και ολική άλωση όλης της Ελλάδος.
Συνοδικότητα, Υπακοή και Ελευθερία.
Υπακοή στο Χριστό ίσον ανυπακοή στους ανθρώπους
που περιφρονούν ή μισούν τον Χριστό και την ελευθερία του ανθρώπου.
Δυστυχώς, ορθόδοξοι θεολόγοι με καινοφανείς
διδασκαλίες και θεωρίες περί ιεραρχίας στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού,
αποδομούν το μυστήριο και του Θεού και της Εκκλησίας Του. Οι θεολόγοι αυτοί
αγνοούν ή ξέχασαν, πως η έννοια του προσώπου-υπόστασης που εισήγαγαν οι μεγάλοι
Έλληνες πατέρες της Εκκλησίας και κυρίως οι Καππαδόκες αντιτίθεται σε κάθε
μορφή φεουδαρχίας και ιεραρχίας, τόσο στο ενδοτριαδικό Μυστήριο της εσωτερικής
ζωής του Τριαδικού Θεού, όσο και στο Μυστήριο της Εκκλησιολογικής
Συνοδικότητας. Κάθε έννοια ιεραρχίας στην ουσία αρνείται και αναιρεί το
Μυστήριο του προσωπικού και Υποστατικού Θεού, αλλά και το μυστήριο της Σάρκωσης
του Θεού όπως περιγράφουμε αλλού εκτενώς.
Η Εκκλησιαστική Συνοδικότητα είναι κυριολεκτικά
η ανώτερη μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος που μπορεί να υπάρξει στην ιστορική
πραγματικότητα. Εδώ όλοι υπακούουν εν Αγίω Πνεύματι στον Χριστό, ως τον Μόνο
Αγαθό, τον Μόνο Δίκαιο και τον Μόνο Ζώντα Θεό Λόγο. Η αρχαία Ελλάδα είναι η
προτύπωση της Χριστιανιακής πραγματικότητας κι Αλήθειας, έχοντας ως βάση τον
Λόγο, την Πόλη, την Δικαιοσύνη, την Αγαθότητα και την Ελευθερία. Ο Χριστός
αποκαλύπτει στους ανθρώπους, πως όλα αυτά που προαισθάνθηκε η αρχαία Ελλάδα και
δι’ αυτής όλη η ευαίσθητη παγκόσμια ανθρωπότητα, απορρέουν, σχετίζονται και
ταυτίζονται με το δικό Του Θείο και θεανθρώπινο Πρόσωπο. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σχετίζεται και
δεν συμπίπτει με ουδεμία γραμμική μορφή θρησκευτικού ή παπικού φεουδαρχισμού,
όπου το κατώτερο υποτάσσεται και υπακούει τυφλά στο ανώτερο.
Η υπακοή στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία ορίζεται
και συμπίπτει με την Αλήθεια και την Ελευθερία. Ουδείς υποχρεούται να υπακούσει
σε οιονδήποτε άνθρωπο, επειδή αυτός απλώς κατέχει κάποιο αξίωμα εκκλησιαστικό ή
άλλο. Ο Έλληνας στην αρχαία εποχή υπακούει μόνο στην Αλήθεια, στη Δικαιοσύνη
και στη Λογική. Έτσι, η υπακοή ταυτίζεται με την ελευθερία. Πολύ περισσότερο
από τον Έλληνα, ο Ορθόδοξος αντιλαμβάνεται την υπακοή ως ελευθερία, ως έρωτα
και ως ζωή αιώνιο. Διότι η υπακοή στην Ορθόδοξη Εκκλησία σημαίνει υπακοή μόνο
στον Χριστό ως Ζώντα Θεό Λόγο και Υιό Θεού, ως τέλειο Θεάνθρωπο και ως Αληθινό
Σωτήρα και Μεσσία του κόσμου.
Ο Ορθόδοξος αντιλαμβάνεται εν Αγίω Πνεύματι,
εάν ο εκκλησιαστικός άνδρας και όποιος άλλος άνθρωπος είναι όντως Χριστοφόρος
και πνευματοφόρος. Έτσι, κάνοντας υπακοή στα
εκκλησιαστικά πρόσωπα, που όντως φέρουν τον Χριστό, κάνει υπακοή στον
ίδιο τον Χριστό και στην Εκκλησία Του.
Όμως
κανένα εκκλησιαστικό πρόσωπο δε δικαιούται να απαιτεί τυφλή υπακοή από τον λαό
και τους ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή κατέχει κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα.
Αυτό από μόνο του είναι πλάνη και αίρεση. Είναι Παποκαισαρισμός που έχει καταγγελθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως
αίρεση και εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία
καθίσταται τόπος πραγματικής Ελευθερίας και πραγματικής Δημοκρατίας, όπου όλοι
είναι ίσοι μεταξύ ίσων. Διότι κάθε άνθρωπος βαπτισμένος στο Όνομα της Αγίας
Τριάδος, έχει καταστεί ελεύθερος τουλάχιστον δυνάμει, εάν ασκεί το χριστιανικό
του αξίωμα. Διότι το χριστιανικό αξίωμα δεν είναι άλλο τίποτε από την ασκητικοερωτική και ασκητικοπαρθενική
εμπειρία της παρουσίας του Ιδίου του Χριστού στην ζωή της Εκκλησίας και δι’
αυτής στην ζωή των ανθρώπων.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τα πάντα πηγάζουν από
την εμπειρία του Χριστού. Ο Χριστός είναι το απόλυτο κριτήριο για κάθε αλήθεια
και κάθε λειτουργία των ανθρώπων. Ο Παπισμός και ο Πάπας είναι αίρεση και
παναίρεση, διότι αντικαθιστά τον Χριστό με τον άνθρωπο, όπως πολύ σαφώς μας
διδάσκει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Γι’ αυτό, η Συνοδικότητα είναι η βάση της
Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας. Όλοι οι επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ ίσων. Όλοι οι
επίσκοποι μετέχουν στην Αποστολική
διαδοχή και φέρουν επί των ώμων των την Ζώσα εικόνα του Χριστού.
Ο κάθε επίσκοπος είναι Τόπος και Εικόνα του
Χριστού. Δια των επισκόπων όλα τα μέλη της Εκκλησίας μετέχουν της
Αποστολικότητας, της Καθολικότητας και της Χριστοκεντρικότητας. Γι’ αυτό, η ορθόδοξη Εκκλησιαστική ιεραρχία είναι
μια ανατρεπτική ιεραρχία ριζικά αντίθετη από την δυτική εκκλησιαστική εκτροπή
προς τον φεουδαρχισμό και τον μονοφυσιτισμό. Δηλαδή το ανώτερο υπηρετεί και
δεν εξουσιάζει το κατώτερο. Αυτή η ανατρεπτική ιεραρχία εν Αγίω Πνεύματι
πηγάζει από τον Χριστό και φανερώνει τον Χριστό και την ελευθερία του Χριστού.
Στην παράδοση αυτή την κυριολεκτικά Αποστολική
και Χριστοκεντρική ο Χριστός δια των επισκόπων, εν Αγίω Πνεύματι, είναι διαρκώς
παρών στο όλο σώμα της Εκκλησίας Του. Δια του Χριστού ο Αρχιεπίσκοπος και ο
Πατριάρχης είναι πρώτοι μεταξύ ίσων. Ομοίως και ο επίσκοπος στο εκκλησιαστικό
σώμα. Τα ειδικά ιερατικά αξιώματα δεν καταστρέφουν την Αγιοπνευματική
Εκκλησιαστική Δημοκρατικότητα. Όταν ο Χριστός λέει στην Σαμαρείτιδα γυναίκα
πως, το ύδωρ ο εγώ δώσω αυτώ γεννήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος άλλομένου εις ζωήν
αιώνιον, το εννοεί πως θα ισχύει για κάθε πεινώντα και διψώντα και άρα για κάθε
βαπτισμένο άνθρωπο που ποθεί τον Χριστό.
Η
Συνοδικότητα υπό την έννοια αυτή διαφυλάσσει και χαράσσει τα όρια μεταξύ
αληθούς και ψευδούς. Κυρίως και πρωτίστως διαφυλάσσει την Χριστοκεντρικότητα
της Εκκλησίας. Γι’ αυτό, στην Ορθόδοξη
Ανατολική Εκκλησία και Παράδοση δεν κυριαρχεί ο φεουδαρχικός, ηθικιστικός και δικανικός τρόπος της Δύσης,
αλλά ο Χριστοκεντρικός, οντολογικός, υπαρξιακός, και ασκητικοεμπειρικός
ορθόδοξος τρόπος, όλων των πατέρων της Εκκλησίας εξ αρχής μέχρι και
σήμερα.
Έτσι τα πάντα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ζωή
ορίζονται και εκπορεύονται από το Θεανθρώπινο και Θείο Πρόσωπο του Χριστού. Δια
του Χριστού και από τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι και εν τη Εκκλησία, ο άνθρωπος
αποκτά το χάρισμα της τελείας υπακοής και της τελείας αγάπης και της τελείας
ταπεινώσεως. Αληθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί μόνος του και με τις δικές του
δυνάμεις να έχει αληθή υπακοή και αληθή ταπείνωση και αληθή αγάπη. Αυτά είναι
δώρα του Χριστού στον πεινώντα και διψώντα την Αλήθεια και την Ζωή άνθρωπο.
Δώρα τα οποία φανερώνονται ως Θεοφάνεια
και Χριστοφάνεια, όπως μας το αποδεικνύουν οι άγιοι άνθρωποι του Χριστού.
Ο
άνθρωπος που υπακούει αληθώς σε άλλο άνθρωπο υπακούει εν Αγίω Πνεύματι στον
Ίδιο τον Χριστό και όχι σε άνθρωπο. Γι’ αυτό, ο αληθής χριστιανός είναι όντως ταπεινός
και θέλει να κάνει σε όλους υπακοή και να είναι κάτω από όλους, τελευταίος όλων
και ει δυνατόν ανύπαρκτος και ασήμαντος, αρκεί να μην περιφρονείται και να μην
προσβάλλεται και αδικείται το πρόσωπο του Χριστού. Θέλει να μένει τελευταίος και να υπακούει σε
όλους που αγαπούν τον Χριστό. Δεν υποχρεούται όμως, να υπακούει σε ουδένα ούτε
ιερέα ούτε επίσκοπο ούτε Αρχιεπίσκοπο
ούτε Πατριάρχη εάν πρόκειται για την Ουσία και την Αλήθεια της Πίστης. Τότε
οφείλει υπακοή μόνο στην Εκκλησία. «Εκκλησία
Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15)