ΑΠΟ ΤΗΝ «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ»
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ»
5ο καί τελευταῖο μέρος
Δ΄. Συμπεράσματα
[συνέχεια ἀπό προηγούμενο]
Φρονοῦμε ἐν τέλει ὅτι τό νά λέει κάποιος πώς ἡ θεία Κοινωνία μεταδίδει
ἀσθένειες δέν εἶναι ἁπλῶς μιά μορφή ἀθεΐας ἤ ἄγνοιας, ἀλλά βλασφημία κατά τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος πού τελεσιουργεῖ τό Μυστήριον. Δέν εἶναι ἁπλῶς αἵρεση ἀλλά καί
πέραν τούτου, εἶναι ἀπιστία χειρίστης μορφῆς, εἶναι ἄρνηση Χριστοῦ, ὅπως
καταδείξαμε, ἡ ὁποία ἐπισείει κανόνα καί μετάνοια, γιά ὅσους τέλος πάντων
θεωροῦν ἑαυτούς Ὀρθοδόξους. Πολλῷ δέ μᾶλλον ὅταν αὐτά τά λόγια εἴτε
ἐκπορεύονται εἴτε καί γίνονται σιωπηρῶς ἀνεκτά ἀπό ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου.
Ἀλλά γιά νά νοιώσει κανείς αὐτά τά πράγματα στή σωστή τους διάσταση,
πρέπει νά ἔχει καθαρή καρδιά, νά ζεῖ σωστή προσωπική ζωή. Τό ὀρθό δόγμα ἀπαιτεῖ ὀρθό βίο. Ὀ φαῦλος βίος ἐκφυλίζει τό δόγμα.
Συνεπῶς φρονοῦμε πώς ἡ ἀποστασία, ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ ἀνηθικότητα καί ἡ
ἐπιπολαιότητα, καταστάσεις μέ τίς ὁποῖες ζοῦν πολλοί κατ᾿ ὄνομα Χριστιανοί,
εἶναι οἱ βαθύτερες αἰτίες τῆς διάδοσης καί ἀποδοχῆς τῆς νέας αὐτῆς αἵρεσης-βλασφημίας
εἰς βάρος τῆς Θείας Κοινωνίας. Ἐφευρέτης βέβαια αὐτῆς τῆς μεγίστης βλασφημίας
πού φθάσαμε νά ἀκοῦμε ἐπί τῶν ἡμερῶν μας εἶναι ὁ ἀπαρχῆς ἀνθρωποκτόνος
διάβολος, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τά ὄργανά του, τούς δαίμονες καί τούς
παραδομένους σέ αὐτόν ἀνθρώπους, γιά νά διαβάλλει τόν Θεό στούς πιστούς.
παραγράφου πού ἔγραψε ὁ Ἅγιος στό ἔργο του «Ὁμολογία Πίστεως». Ταπεινά
ἀπευθύνουμε τήν παραίνεση αὐτήν πρός ὅλους τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, οἱ
ὁποῖοι εἴτε ἐν γνώσει εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους συστρατεύθηκαν μέ τόν Καίσαρα εἰς
βάρος τῆς πίστεώς μας.
Ε΄. Ἀκροτελεύτια παράγραφος[1]
Ἀφήνοντας
λοιπόν, ἀδελφοί καί Πατέρες, κατά μέρος τό μίσος καί τό φθόνο καί τίς
συκοφαντίες κατά τῶν ἀδελφῶν σας πού ἐπιμένουν νά ἐκκλησιάζονται, πού δέν
φοβοῦνται νά συγκεντρώνονται στόν ἱερό Ναό[2]
καί νά ἵστανται ὅπως καί πρίν ἀπό τό ψέμμα τῆς πανδημίας δίπλα στούς ἐν Χριστῷ
ἀδελφούς τους ἐν τῷ Ναῷ γιά τήν κοινή προσευχή[3],
πού ἐπιμένουν νά ἀσπάζονται τίς ἱερές εἰκόνες καί τά ἁγιασμένα χέρια τῶν
ἱερέων, πού ἐπιμένουν νά κοινωνοῦν, σᾶς παρακαλοῦμε ταπεινά: ἔλθετε εἰς ἑαυτούς
καί μετανοήσατε ἐκ βάθους καρδίας γιά τήν ἀπιστία πού δείξατε ἀφ᾿ ἑνός μέν στό
Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ στήν δυνατότητα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ νά
ἁγιάζει τούς πιστούς διά τῶν τελουμένων ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.
Ἄς ἀποκτήσουμε
τό διακριτικό σημάδι καί τό γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, καί ἄς
ἐγκολπωθοῦμε τήν πρός ἀλλήλους εἰρήνη καί ὁμόνοια καί σύμπνοια. Καί ἔτσι ἄς
προσφέρουμε μέ εἰρήνη τίς προσευχές μας στόν ἀρχηγό τῆς εἰρήνης Θεό, Αὐτόν πού
μᾶς χάρισε τήν εἰρήνη μέ τό Αἷμα τοῦ Σταυροῦ Του καί πού χαρίζει εἰρήνη σ᾿
ἐκείνους πού εἶναι μακριά καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι κοντά, σύμφωνα μέ τόν
Ἀπόστολο· κι ἔτσι ἄς δοξάζουμε μέ ἕνα στόμα καί μέ μιά καρδιά τό Πανάγιο ὄνομα
τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς μίας Τριαδικῆς Θεότητας·
στήν ὁποία ταιριάζει κάθε δόξα στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.
[1] Ε΄. Ἀκροτελεύτια
παράγραφος «Ὁμολογίας Πίστεως»
Ἀφίνοντες λοιπὸν, Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, εἰς ἕνα μέρος
τὸ μῖσος καὶ τὸν φθόνον, καὶ τὰς κατὰ τῶν ἀδελφῶν δυσφημίας, ἂς ἀναλάβωμεν
τὸ σημεῖον καὶ γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ τὴν Ἀγάπην, καὶ τὴν πρὸς
ἀλλήλους εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν καὶ συμψυχίαν ἐναγκαλισώμεθα, καὶ
οὕτως ἂς προσφέρωμεν ἐν εἰρήνῃ τὰς εὐχάς μας τῷ εἰρηνάρχει Θεῷ, τῷ
εἰρηνοποιήσαντι ἡμᾶς διᾁ τοῦ Αἵματος τοῦ Σταυροῦ αὐτοῦ, καὶ εἰρήνην
δόντι τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγὺς, κατὰ τὸν Ἀπόστολον· δοξάζοντες ἐν ἑνὶ στόματι, καὶ μιᾷ καρδίᾳ,
τὸ πανάγιον Ὄνομα τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τῆς μιᾶς ἐν Τριάδι Θεότητος· ᾗ πρέπει
πᾶσα δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας των αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπόδοση στή νεοελληνική:
Ἀφήνοντας λοιπόν, ἀδελφοί καί Πατέρες, κατά μέρος τό μίσος καί τό φθόνο
καί τίς συκοφαντίες κατά τῶν ἀδελφῶν, ἄς ἐπωμισθοῦμε τό διακριτικό σημάδι καί
τό γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, καί τήν πρός ἀλλήλους εἰρήνη
καί ὁμόνοια καί σύμπνοια ἄς ἐναγκαλισθοῦμε καί ἔτσι ἄς προσφέρουμε μέ εἰρήνη
τίς προσευχές μας στόν ἀρχηγό
τῆς εἰρήνης Θεό, Αὐτόν πού μᾶς χάρισε τήν
εἰρήνη μέ τό Αἷμα τοῦ Σταυροῦ Του καί πού
χαρίζει εἰρήνη σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι μακριά καί σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι κοντά, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο· κι ἔτσι ἄς δοξάζουμε μέ ἕνα
στόμα καί μέ μιά καρδιά τό Πανάγιο ὄνομα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τῆς μίας Τριαδικῆς Θεότητας· στήν ὁποία ταιριάζει κάθε δόξα στούς
ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.
[2] Εἰσερχόμενοι εἰς τόν Ναό, εἰς τόν οὐρανόν ἀναβαίνομεν. Ὁ
Μέγας Βασίλειος μᾶς ἀκόμη διδάσκει ὅτι ἡ προσκύνησις εἰς τό πρωτότυπο
διαβαίνει. Προσκυνῶ τήν ἱερά εἰκόνα; Προσκυνῶ τόν εἰκονιζόμενο Ἅγιο.
Μεταλαμβάνω τῆς ζωῆς του, εὔχομαι νά τοῦ μοιάσω, νά μοῦ δώσει δύναμη νά τοῦ
μοιάσω. Προσκυνῶ τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου; Μεταλαμβάνω τῆς ἁγνείας Της, τῆς
ταπεινώσεώς Της, τῆς ὑπακοῆς Της πρός τό θεῖον θέλημα. Προσκυνῶ τήν εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ; Μεταλαμβάνω τόν Χριστόν. Φιλῶ τό χέρι τοῦ ἱερέως; Προσκυνῶ τήν
δισχιλιόχρονη ἱερωσύνη, αὐτήν πού ἔδωσε ὁ Χριστός διά τοῦ ἀρχιερατικοῦ Του
ἀξιώματος στούς Ἀποστόλους.
[3]
Αὐτό
σημαίνει ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων ὁ ὅρος «ἐκκλησία», σημαίνει συγκέντρωση· βλέπε
«Ἐκκλησία τοῦ Δήμου» στήν ἀρχαία Ἀθήνα.