του Γρηγόρη Καλοκαιρινού
Οταν την Πόλη πήραν την, και τα φουσάτα του Μωάμεθ του πορθητή μιας προδομένης κερκόπορτας μπήκαν έφιππα μες την Αγια-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, όπου είχαν καταφύγει οι τελευταίες χιλιάδες των Ρωμιών για να ‘βρουν σωτηρία, κανείς λογικός νους δεν θα πίστευε πως απ’ τη φωτιά, το τσεκούρι και το γιαταγιάνι των βαρβαρικών ορδών θα γλίτωνε έστω και το παραμικρό στοιχείο που θα θύμιζε στη συνέχεια της ζωής, ότι το δημιούργημα του Ανθεμίου και του Ισιδώρου ήταν κάποτε το κέντρο αναφοράς των Ορθοδόξων της Οικουμένης και το διαχρονικό σύμβολο της ρωμιοσύνης. Και το σημαντικότερο ίσως, πώς θα ‘ντεχε στον χρόνο, υπομένοντας τις βάναυσες προσβολές του κατακτητή που το μετέβαλε σε χώρο πίστεως δικόν του, προσπαθώντας να εξαφανίσει με βίαιη ασέβεια κάθε ορατή γλυκύτητα που κοσμούσε το εσωτερικό τής του Θεού Σοφίας. Καταστρέφοντας οτιδήποτε θύμιζε την πίστη των κατακτημένων, πίστεψαν λαθεμένα οι Οθωμανοί πως είχαν καταφέρει να περάσουν στο σκοτάδι της λησμονιάς την Ιστορία και, το κυριότερο γι’ αυτούς, ότι είχαν «πετύχει» να… διώξουν τον Ρωμιό θεό απ’ το «σπίτι» του, με τη νίκη, τη σφαγή και τη βεβήλωση, των όποιων συμβόλων του. Αλλοι είπαν, «δεν υπάρχει πια ο Θεός τους» και μερικοί, πως «τους εγκατέλειψε». Και μ’ αυτήν την ψεύτικη αίσθηση έζησαν επί αιώνες οι Τούρκοι, που στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν είχαν μέσα τους αποδεχθεί την Αγια-Σοφιά σαν τον καταδικό τους τόπο λατρείας. Γι’ αυτό από «ζήλεια» προς τον Ιουστινιανό, ο Πορθητής έκτισε, «και κατ’ εικόνα και ομοίωση» απέναντι ακριβώς από την Αγια-Σοφιά, το μπλε τζαμί, που για τους κατακτητές έγινε πλέον το δικό τους σημείο αναφοράς.
Γιατί, η Αγια-Σοφιά, πράγματι, ποτέ δεν θα γινόταν δική τους. Με το σπαθί την πήραν, «σκλάβα» ήταν και όλοι οι σκλάβοι, απλώς υπομένουν. Κατά πολύ περισσότερο μάλιστα όταν σ’ αυτόν τον χώρο που φυλασσόταν από τον ίδιο τον Χριστό, εξακολουθούσε να μυρίζει έντονα άρωμα Ορθοδοξίας, ρωμιοσύνης, ελευθερίας. O «σκλάβος» λοιπόν δεν έγινε ποτέ φίλος με τον αφέντη. Αυτό το καταλάβαιναν οι πιο ρεαλιστές και φιλελεύθεροι Τούρκοι, γι’ αυτό και ζητούσαν να μεταβληθεί σε μουσείο, αφού γνώριζαν πως δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει τις οθωμανικές καρδιές η Αγια-Σοφιά. Μόνον προβλήματα θα δημιουργούσε μεταξύ των δύο πλευρών. Ομως επέμεναν οι Οθωμανοί, γιατί ήταν γι’ αυτούς το κορυφαίο λάφυρο που πιστοποιούσε την κατάκτηση της βασιλίδος των Πόλεων.
Το «κορυφαίο λάφυρο» όμως διέψευσε τις προσδοκίες τους για αφανισμό, όχι μόνον των Ρωμιών, αλλά και κάθε στοιχείου που θύμιζε την ιστορική και πνευματική τους παρουσία. Στάθηκε όρθιο, νίκησε τον χρόνο, δεν έχασε την «ταυτότητά» του, προς έκπληξη των «βασανιστών». Με την παρουσία του έδινε ελπίδα, συνεχίζοντας να φωτοδοτεί και να εμπνέει. Ούτε τούρκικο έγινε, ούτε έπαψε να αποτελεί το σύμβολο Ορθοδοξίας και ρωμιοσύνης. Και η εξήγηση που «ερμήνευσε» τελικά τον «θρύλο του μαρμαρωμένο βασιλιά», δόθηκε από την αρχαιολογική προσέγγιση.
Οταν μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Αμερικανοί αρχαιολόγοι ανέλαβαν να αποκαταστήσουν τον ήδη λειτουργούντα ως Μουσείο πλέον, από τα χρόνια του Κεμάλ, εσωτερικό χώρο της Αγίας Σοφίας, με θαυμασμό διαπίστωσαν πως κάτω από τον οθωμανικό σοβά και τα αραβικά σύμβολα του Ισλάμ, παρέμενε ολοζώντανη και αγέρωχη με τα σωστικά της μάτια ορθάνοιχτα η προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, η μάνα του Χριστού, που ο ίδιος της είχε αναθέσει αυτόν τον μοναδικό ρόλο. Πάνω από το Ιερό της Εκκλησίας των Εκκλησιών, ορθή η Πλατυτέρα επί αιώνες φύλαγε τον ναό που της αφιέρωσε ο Ιουστινιανός και την Πόλη που της προσέφερε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ενθρονη η θεομήτωρ, με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά δέχεται τα μοναδικά δώρα που καταθέτουν στην χάρη της οι δύο αυτοί μεγάλοι αυτοκράτορες. Μετά δηλαδή την Πλατυτέρα που ευλογεί και σώζει, δίνοντας έτσι την εξήγηση για το πώς σώθηκαν σύμβολα, μνήμες και άνθρωποι από τη λαίλαπα των Οθωμανών, ένα άλλο μοναδικό ψηφιδωτό στον νάρθηκα αποκαλύπτει την αλήθεια: «H Παναγιά είναι δικαιωματικά προστάτιδα της Πόλης των Πόλεων». Γι’ αυτό και οι εκκλησίες της Βασιλευούσας που είναι αφιερωμένες σ’ αυτήν, αλλά και πολλές άλλες, προστατεύονται από θαυματουργές εικόνες της, ενώ οι θρύλοι που ακολουθούν ναούς και εικονίσματα, βγαλμένοι από την ιστορική παράδοση, αλλά και την ανθρώπινη επικοινωνία με το θείο, γίνονται παραμύθι, τραγούδι, μοιρολόι ελπίδας όμως.(…)
Γιατί, η Αγια-Σοφιά, πράγματι, ποτέ δεν θα γινόταν δική τους. Με το σπαθί την πήραν, «σκλάβα» ήταν και όλοι οι σκλάβοι, απλώς υπομένουν. Κατά πολύ περισσότερο μάλιστα όταν σ’ αυτόν τον χώρο που φυλασσόταν από τον ίδιο τον Χριστό, εξακολουθούσε να μυρίζει έντονα άρωμα Ορθοδοξίας, ρωμιοσύνης, ελευθερίας. O «σκλάβος» λοιπόν δεν έγινε ποτέ φίλος με τον αφέντη. Αυτό το καταλάβαιναν οι πιο ρεαλιστές και φιλελεύθεροι Τούρκοι, γι’ αυτό και ζητούσαν να μεταβληθεί σε μουσείο, αφού γνώριζαν πως δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει τις οθωμανικές καρδιές η Αγια-Σοφιά. Μόνον προβλήματα θα δημιουργούσε μεταξύ των δύο πλευρών. Ομως επέμεναν οι Οθωμανοί, γιατί ήταν γι’ αυτούς το κορυφαίο λάφυρο που πιστοποιούσε την κατάκτηση της βασιλίδος των Πόλεων.
Το «κορυφαίο λάφυρο» όμως διέψευσε τις προσδοκίες τους για αφανισμό, όχι μόνον των Ρωμιών, αλλά και κάθε στοιχείου που θύμιζε την ιστορική και πνευματική τους παρουσία. Στάθηκε όρθιο, νίκησε τον χρόνο, δεν έχασε την «ταυτότητά» του, προς έκπληξη των «βασανιστών». Με την παρουσία του έδινε ελπίδα, συνεχίζοντας να φωτοδοτεί και να εμπνέει. Ούτε τούρκικο έγινε, ούτε έπαψε να αποτελεί το σύμβολο Ορθοδοξίας και ρωμιοσύνης. Και η εξήγηση που «ερμήνευσε» τελικά τον «θρύλο του μαρμαρωμένο βασιλιά», δόθηκε από την αρχαιολογική προσέγγιση.
Οταν μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Αμερικανοί αρχαιολόγοι ανέλαβαν να αποκαταστήσουν τον ήδη λειτουργούντα ως Μουσείο πλέον, από τα χρόνια του Κεμάλ, εσωτερικό χώρο της Αγίας Σοφίας, με θαυμασμό διαπίστωσαν πως κάτω από τον οθωμανικό σοβά και τα αραβικά σύμβολα του Ισλάμ, παρέμενε ολοζώντανη και αγέρωχη με τα σωστικά της μάτια ορθάνοιχτα η προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, η μάνα του Χριστού, που ο ίδιος της είχε αναθέσει αυτόν τον μοναδικό ρόλο. Πάνω από το Ιερό της Εκκλησίας των Εκκλησιών, ορθή η Πλατυτέρα επί αιώνες φύλαγε τον ναό που της αφιέρωσε ο Ιουστινιανός και την Πόλη που της προσέφερε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ενθρονη η θεομήτωρ, με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά δέχεται τα μοναδικά δώρα που καταθέτουν στην χάρη της οι δύο αυτοί μεγάλοι αυτοκράτορες. Μετά δηλαδή την Πλατυτέρα που ευλογεί και σώζει, δίνοντας έτσι την εξήγηση για το πώς σώθηκαν σύμβολα, μνήμες και άνθρωποι από τη λαίλαπα των Οθωμανών, ένα άλλο μοναδικό ψηφιδωτό στον νάρθηκα αποκαλύπτει την αλήθεια: «H Παναγιά είναι δικαιωματικά προστάτιδα της Πόλης των Πόλεων». Γι’ αυτό και οι εκκλησίες της Βασιλευούσας που είναι αφιερωμένες σ’ αυτήν, αλλά και πολλές άλλες, προστατεύονται από θαυματουργές εικόνες της, ενώ οι θρύλοι που ακολουθούν ναούς και εικονίσματα, βγαλμένοι από την ιστορική παράδοση, αλλά και την ανθρώπινη επικοινωνία με το θείο, γίνονται παραμύθι, τραγούδι, μοιρολόι ελπίδας όμως.(…)