Αντιγραφή – Επιμέλεια:
Στο βιβλίο «Από την 25η ώρα στην αιωνία ώρα» του Βιργίλιου
Γκεωργκίου, Ορθόδοξου Ρουμάνου ιερέα αλλά και ονομαστού ποιητή και
συγγραφέα, διαβάζουμε αυτά που γράφει και με ρέουσα απλότητα περιγράφει, όλα
όσα γίνονταν καθημερινά στην ζωή της οικογένειάς του, με πρωταγωνιστή τον ιερέα
πατέρα του. Μεταξύ των άλλων, κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά, ήταν οι
αλλεπάλληλες επισκέψεις των χωριανών του στο σπίτι τους, οι οποίοι προσέτρεχαν
στον πατέρα του για καθετί έκτακτο που συνέβαινε στα σπίτια τους, ώστε να
ζητήσουν την βοήθειά του. Το χωριό
του ήταν μακριά, απομονωμένο σε βουνοπλαγιά με διακόσιους κατοίκους,
διεσπαρμένους σε ακτίνα τριάντα χιλιομέτρων. Απλοί άνθρωποι, που πίστευαν πραγματικά στην δύναμη των Μυστηρίων.
Γράφει ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Γνωρίζετε
ποια είναι η μεγαλύτερη αμάθεια; Αμαθείς είναι οι άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν
τον Θεό και τη δύναμή Του. Είπε ο Κύριος στους Σαδδουκαίους:
«Πλανάσθε επειδή δεν γνωρίζετε ούτε την Αγία Γραφή, ούτε τη δύναμη του Θεού!»
(Ματθ. 22:29). Οι Σαδδουκαίοι ήταν άνθρωποι που γνώριζαν τα πάντα, αλλά δεν
πίστευαν στον Θεό και στην ανάσταση του Κυρίου. Γνώριζαν τα πάντα, εκτός από
τον Θεό και τη δύναμή Του. Η γνώση του Θεού είναι σαν το αλάτι που αλατίζει
κάθε φαγητό και του δίνει γεύση. Σαδδουκαίοι
στα χρόνια μας είναι οι Ευρωπαίοι, οι βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού
Χριστού! Οι Ευρωπαίοι, επειδή αρνήθηκαν τη
βάπτισή τους και ντράπηκαν για το Χριστό, κατέχουν γνώσεις που είναι κατώτερες
και από τις γνώσεις των απλών χωρικών. Μάταια περηφανεύτηκαν για τις γνώσεις
τους και μάταια τις θεώρησαν σαν μέτρο της αξίας του ανθρώπου. «Αλλά ό,τι είναι υψηλό στους ανθρώπους, είναι ένα τίποτε
μπροστά στο Θεό» (Λουκ. 16:15):
Διαβάζουμε:
«Όταν μπροστά στην πόρτα έφθανε ένας
έφιππος χριστιανός, ξέραμε πως κάπου συνέβαινε κάτι σοβαρό. Μέσα στο
πρεσβυτέριο (η κατοικία του ιερέα) κάθε κίνηση σταματούσε αμέσως. Ακολουθούσε η
αναμονή, η αγωνία και η σιωπή. Αν, όταν έφθανε ο άνθρωπος βρισκόμασταν στο
τραπέζι, ακουμπούσαμε όλοι τα κουτάλια κάτω. Κανένας δεν έτρωγε πια. Τα παιδιά
άνοιγαν πιο πολύ τα μεγάλα τους μάτια. Χλώμιαζαν. Περίμεναν.
πρεσβυτέρα σηκωνόταν κάνοντας το σημείο του σταυρού. Κανείς δεν σάλευε έπειτα.
Εκτός από τον πατέρα. Αυτός προετοιμαζόταν. Πριν ακόμη ο άνθρωπος δρασκελίσει
τον περίβολο και πριν χτυπήσει την πόρτα, ο πατέρας μου ήταν κιόλας έτοιμος για
αναχώρηση. Ετοίμαζε γρήγορα τον σάκο του, μέσα στον οποίο υπήρχαν πάντα το
Ευχολόγιο, ο ξύλινος σταυρός, τα Άγια Μυστήρια και το κουταλάκι για τη θεία
Κοινωνία, η Λαβίς, η «αγία αυτή τσιμπίδα για τα θεϊκά αναμμένα κάρβουνα». Αυτό
το κουταλάκι για την θεία Κοινωνία ήταν πάντα για μένα ένα πράγμα που με γέμιζε
έκπληξη. Ήταν ασημένιο, πάντα πεντακάθαρο και πολύ λαμπερό, αλλά τόσο πολύ
χρησιμοποιημένο, ώστε έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι του. Αυτό το κουτάλι δεν
χρησιμοποιήθηκε για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τη θεία Κοινωνία. Το ακουμπούσαν
στα χείλη του πιστού με τη σταγόνα του κρασιού και του ψωμιού, που είναι το
αίμα και το σώμα του Χριστού. Και σήμερα ακόμη διερωτώμαι σε πόσα χείλη αυτή
λαβίδα μετέδωσε το σώμα και το αίμα του Θεού, για να είναι τόσο πολύ
χρησιμοποιημένη. Διότι, με την λαβίδα αυτή, μόλις αγγίζουν το στόμα του πιστού
κι έπειτα τη σφογγίζουν με ένα μεταξωτό πανί. Θα χρειάστηκαν αναρίθμητες
κοινωνίες, ώστε αυτό το ελαφρό άγγιγμα, που έμοιαζε με άγγιγμα φτερού, να την έχει φθείρει τόσο
πολύ. Αυτή η λαβίδα χρησιμοποιήθηκε για τη θεία Κοινωνία επί πολλούς αιώνες,
απ` όλους τους ιερείς της οικογένειάς μου. Σκεπτόμουνα πως προερχόταν απ` τους
πρώτους χριστιανούς … Και ήμουνα βαθιά συγκινημένος με τη σκέψη πως κι εγώ θα
μετέδιδα με την ίδια λαβίδα το σώμα και το αίμα του Θεού…».